Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Έστι θάλασσα,τις δε νυν κατασβέσει;



Έστι θάλασσα, τις δε νυν κατασβέσει; *
                                                                                                   Αφιερώνεται στον παιδικό μου φίλο Ισαάκ Σ.


Καλά Νερά
                                                                
 
Ημερομηνία δημοσίευσης στην ΑΥΓΗ:  08/01/2010
Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση

Γιώργης Σιάντος: "Κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό, γιατρέ..."
     Πριν από την ανακάλυψη της πενικιλίνης από τον Αλεξάντερ Φλέμινγκ, το 1929, και την ευρεία χρήση των αντιβιοτικών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η φυματίωση στη Θεσσαλία θέριζε. Χτυπούσε βέβαια όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά ιδιαίτερα τις φτωχότερες, αγρότες και τσιγγάνους. 
Ο Α. Σ., νεαρός πνευμονολόγος και φυματιολόγος, θεωρούσε την ιατρική λειτούργημα, από έναν ασθενή έπαιρνε χρήματα - από δέκα δεν έπαιρνε.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που είχε θεραπεύσει από τη φυματίωση πριν από τον πόλεμο ήταν και ένας χωροφύλακας. Έπρεπε να εφαρμοσθεί η πολύ λεπτή τεχνική του πνευμονοθώρακα - μέθοδος πολύ επώδυνη. Ο ασθενής έγινε καλά. - Γιατρέ μου, δεν έχω να σε πληρώσω, είπε. -Μην το σκέπτεσαι καθόλου, του απάντησε ο γιατρός. Πρόσεχε τον εαυτό σου και τέρμα το τσιγάρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Στη φάση της «νομιμότητας» του ΚΚΕ, ο Γιώργης Σιάντος, γ.γ. του ΚΚΕ τότε, Καρδιτσιώτης και πρώην καπνεργάτης, ήρθε στην Καρδίτσα. Λόγω της ιδιόρρυθμης κατάστασης της «νομιμότητας» τον φύλαγε η χωροφυλακή , «για να μη γίνει κάποια απόπειρα από αντιφρονούντες...» (διάβαζε «ομάδες» και πρώην συνεργάτες των Γερμανών).
 Διάλεξαν το σπίτι λοιπόν του γιατρού Α.Σ. για να φιλοξενηθεί ο Σιάντος, επειδή ήταν κεντρικό και τα φρονήματα του γιατρού ήταν γνωστά, αριστερός γαρ...
.....Μέχρι τα 10 μου χρόνια παραθερίζαμε στα χωριά του Πηλίου. Ένα καλοκαίρι,το διπλανό σπίτι το είχε νοικιάσει μια οικογένεια Ελλήνων Εβραίων. Κάθε απόγευμα πήγαινα με τον φίλο μου τον Τζέκη στην ακροθαλασσιά για κοχύλια. Ήταν στο μπράτσο της μητέρας του, μιας πανέμορφης γυναίκας -πάντα φορούσε γύρω στον λαιμό της μια σειρά μικρά μαργαριτάρια που έλαμπαν σαν τα μάτια της- που είδα για πρώτη φορά τον «αριθμό» από το Άουσβιτς. Ρώτησα τη μητέρα μου τι ήταν και μου εξήγησε. Πρόσεξε, μου είπε, μην αναφέρεις τίποτα για πόλεμο, ο ένας της γιος, μικρό παιδάκι, πέθανε εκεί.
   Ένα απόγευμα, την ώρα του περίπατου με τον Τζέκη, ήρθε κοντά μου ο πατέρας μου. - Μην πας σήμερα για κοχύλια, έχω να σου πω. Έχει σχέση με τον «γιαλό», πρόσθεσε. Πάντα μου έκανε «μαθήματα ιστορίας», «γιατί αυτά δεν θα σας τα μάθουν στο σχολείο, και πρέπει να τα μάθεις από μας». Πάντα μιλούσε με έναν τρόπο που κυριολεκτικά "εικονογραφούσε", ιστορούσε την αφήγηση.

«...Σου έχω πει για τον πνευμονοθώρακα και πόσο τυχεροί είμαστε που ανακαλύφθηκαν τα αντιβιοτικά... θα καταλάβεις μεγαλώνοντας.Πριν από τον πόλεμο είχα θεραπεύσει έναν χωροφύλακα. Σου έχω διηγηθεί επίσης ότι φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας τον Σιάντο... Εσύ, βέβαια, κοριτσάκι μου, δεν είχες ακόμη γεννηθεί. Κι όμως, κατά κάποιον τρόπο, οφείλεις την ύπαρξή σου σε αυτόν τον χωροφύλακα. Θα είχαμε καεί ζωντανοί και δεν θα είχες γεννηθεί ποτέ.
Το σούρουπο της μέρας που φιλοξενούσαμε τον Αρχηγό (έτσι έλεγε τον Γιώργη Σιάντο) χτύπησε η πόρτα μας. Ήταν ο χωροφύλακας που είχα θεραπεύσει πριν τον πόλεμο. Στην αρχή φοβήθηκα μήπως τον ξαναχτύπησε η φυματίωση." Όχι, γιατρέ μου, δεν ήρθα γι' αυτό, μια χαρά είμαι και αυτό το οφείλω σε σένα. Άκουσε, μην είσαι βέβαιος ότι τον φυλάει καλά η χωροφυλακή τον Σιάντο, έχουμε πληροφορίες ότι τη νύχτα θα κατέβουν οι «ομάδες» να σας κάψουν το σπίτι. Το ξέρω πως είσαι στο ΕΑΜ. Ειδοποίησε να έρθουν να φυλάνε, η χωροφυλακή μπορεί να μη βοηθήσει και να καείτε ζωντανοί, εσύ και η γυναίκα σου και ο Σιάντος". Αυτά μου είπε ο χωροφύλακας και έφυγε γρήγορα μην τον δει κανείς. Ειδοποίησα αμέσως.
Ο Αρχηγός, ο Γιώργης Σιάντος καθόταν συλλογισμένος και κοίταζε με προσοχή ένα μικροσκόπιο Ζeiss που είχα στο ιατρείο.
- Τι προβλέπεις, αρχηγέ; Πώς θα πάνε τα πράγματα; Υπάρχει ελπίδα;
- Γιατρέ μου, δεν θα το κρύψω. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Είναι γωνία το μαγαζί (εννοούσε την Ελλάδα). Δεν θα μας αφήσουν να προχωρήσουμε... ούτε να προκόψουμε.
Τότε του είπα για την προειδοποίηση του πρώην φυματικού χωροφύλακα.
- Βλέπεις, γιατρέ, έτσι είναι. Κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό!
....Το βράδυ εκείνο πράγματι κατέβηκαν οι "ομάδες" να κάψουν το σπίτι. Το φύλαγαν από παντού φίλοι του ΕΑΜ και δεν μπόρεσαν καν να πλησιάσουν...»
  Ο πατέρας μου κάθησε στα βοτσαλάκια. Κοίταζε τον ήλιο που έδυε στον Παγασητικό και έβαφε με τις ανταύγειές του τη θάλασσα. Είχε σηκωθεί ένα ελαφρό,δροσερό αεράκι. Γι' αυτό,κοριτσάκι μου, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό... Η θάλασσα ίσως το φέρει πίσω σ’ εσένα! Αλλά και να μη στο φέρει, δεν πειράζει... είπε και μου χαμογέλασε.

«Επέστρεψα» πολλές φορές στα λόγια του, από τότε.
Άλλωστε, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
1. Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 958



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου