Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Hamlet wise as ever

Hamlet:
And therefore as a stranger give it welcome.
There are more things in heaven and earth, Horatio,
Than are dreamt of in your philosophy.

Hamlet Act 1, scene 5, 159–167

.....Yπάρχουν περισσότερα, Οράτιε,
στα ουράνια και στη γη
απ΄όσα ονειρεύεται η φιλοσοφία σας

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Από το βιβλίο του Γιώργου Α. Βερνίκου,εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2003

Από το βιβλίο του Γιώργου Α. Βερνίκου, ¨΄Οταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα¨", Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003

Για τη φίλη και συναγωνίστριά μου Έπη, που κοιμήθηκε νωρίς

  Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση                                           

     Φίλε Γιώργο, χαίρε!



Είχαμε δυο πράγματα: αυταπάρνηση και τη δυνατότητα να επικοινωνούμε ποικιλοτρόπως.
Θυμάσαι πως και τότε συνηθίζαμε να «επικοινωνούμε» γραπτά. Μεσούσης της δικτατορίας, εμείς γράφαμε παντού, σε τυχαία χαρτάκια στο σπίτι της οικοδέσποινας-αγγέλου μας επί της γης ( της Αγγέλας εννοώ), στα κουτιά των τσιγάρων μου Hellas special ( για κάποιο λόγο η Ακρόπολη και το σεληνιακό μαύρο στο πακέτο σηματοδοτούσαν για μένα τις νύχτες ελευθερίας που μας μέλλονταν, βούρκωνα κι έλεγα μέσα μου ως γνήσια μαρξίστρια, αν και αναθεωρήτρια,  «Προς Θεού, όχι λυρισμοί τώρα, ό,τι λυρικό έχεις κάνε το πράξη»»), στις ταβέρνες , πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντιλα, αλλά βεβαίως ήν ο λόγος, εν αρχή και εν συνεχεία.
    Φίλε Γιώργο, έγραφες κι εσύ το βράδυ, πριν την κατάληψη.
   Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στης Αγγέλας, όπως θυμάσαι, σύμπασα η παρέα των αναθεωρητών και των αστών, ο Νικήτας Λιοναράκης, εσύ και η γράφουσα, να ’μαστε  κοντά το πρωί, να φτάσουμε σε χρόνο μηδέν από τη Σκουφά στη Σόλωνος και Σίνα- φοβόμαστε μη συλλάβουν κανένα μας πριν καταλάβουμε το κτίριο. Δεν θα μιλήσω για τα γεγονότα- είμαι βέβαιη πως θα τα διηγηθούν μια χαρά οι υπόλοιποι συναγωνιστές γράφοντες, ελπίζω να μη φλυαρήσουν, άλλωστε είναι λίγο-πολύ γνωστά. Φοβάμαι πως οι πολιτικοί «αναλυτές» αρχίζουν να θυμίζουν εκείνο τον κακόμοιρο κοινωνικό αναμορφωτή του Καβάφη, που ασκεί όλη του τη χειρουργική δεινότητα και στο τέλος δεν απομένει τίποτα. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει το φως της ασετιλίνης του Τσίρκα, του πληγωμένου ερωτευμένου Γιούνες και της Αριάγνης του. Χωρίς το φως της αίσθησης δεν υπάρχει τίποτα. Ναι, σύντροφε Μιχάλη, σύμφωνοι, η έκσταση δεν γράφεται στην Ιστορία.
   Ένα μόνο θα θυμίσω και θα τονίσω: Ξέραμε πολύ καλά τι κάναμε, με «ατελή» οργάνωση, ναι, με διαφωνίες, ναι, όμως συναίσθηση των πράξεών μας είχαμε πλήρη. We seized the day boys and girls, Νικήτα, Ελίζα, Μιχάλη, Ιωάννα, Μάνο, Παναγιώτη «βία στη βία», Κλειώ, Γιώργο και Γιώργο, Νίκο, Αριάδνη, Αγγελική, Αλκμήνη, Βέρα, Στέφανε, Γιάννη και Διονύση, we seized the day! Έστε βέβαιοι.
Στον πρόλογό σου, που είχα την τιμή να διαβάσω πριν την έκδοση, μιλάς για τη «σήμανση» των στιγμών. Θα μιλήσω κι εγώ «αστέ» Γιώργο για τις στιγμές. Άλλωστε συνέπασχα πλήρως μαζί σου όταν «ουρά της αστικής τάξης» σε ανέβαζαν και «ουρά της αστικής τάξης» σε κατέβαζαν, όχι μόνο γιατί ήμουν εκ φύσεως ορθολογίστρια και συνιστούσε καθαρό παραλογισμό να σου ασκούν κριτική γιατί δεν συμπορεύτηκες με τη σχεδόν συνολικά συμβιβασμένη με τα απριλιανά νούμερα περίφημη αστική τάξη του Κολωνακίου και της πέριξ των ανακτόρων περιοχής ( το περιέχον αντί του περιεχομένου, σύντροφοι της Φιλοσοφικής χαίρετε και αγαλλιάστε) , παρά αντίθετα έπεσες μέσα στα όλα, αλλά γιατί δεχόμουν κι εγώ παρόμοια κριτική γιατί δεν ήμουν Lenin-Levis-Lacoste, από γνήσιο σεβασμό στον Βλαντιμίρ Ίλιτς και ντυνόμουνα και κυκλοφορούσα ως κανονική κοπέλα και όχι με αμπέχωνο και ξεφτισμένο τζιν σαν κακέκτυπο της Λεϊλά Χαλέντ- το τζιν μου ήταν πάντα σιδερωμένο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
   Θα μιλήσω για μια στιγμή-τριάντα χρόνια πέρασαν, τη θυμάσαι άραγε; Ήταν η τελευταία μέρα της κατάληψης. Περπατούσαμε πάνω κάτω στην ταράτσα της Νομικής και σιγοτραγουδούσες απελπισμένος το «Μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί» του Θεοδωράκη και ήσουν βέβαιος από τα βάθη της ψυχής σου πως αν καταφέρναμε να μείνουμε εκεί άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς νερό και φως-το φαγητό δεν το σκεφτόμαστε- η κατάληψη θα’ χε πετύχει κάπως το στόχο της. Περπατούσαμε λοιπόν πυρετωδώς πάνω-κάτω, να βρούμε τρόπο, λύση, δεν υπήρχαν φυσικά. Το φως του σούρουπου σκίαζε τα πρόσωπα των παιδιών με τη θέρμη της πρώτης γνώσης της ωριμότητας που έφερνε η μοναξιά της ταράτσας : η καρδιά της πόλης χτυπούσε εκεί, μαζί μας.
Χαίρομαι γιατί αυτό που έγραφες το βράδυ πριν την κατάληψη στης Αγγέλας το συνεχίζεις τριάντα χρόνια μετά.
Φίλε Γιώργο, υπάρχουν στιγμές που αχρηστεύουν τη φθορά, την ακυρώνουν και συνεχίζουν την πορεία τους, ακέραιες και αγέρωχες μέσα στο χρόνο.
   Επαφίεμαι στον πατριωτισμό σου ότι θα τις διαφυλάξεις.
                                            Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2003
                                                  Η φίλη και συναγωνίστριά σου
                                                               Τιτίκα


* Η Τιτίκα Σαράτση ήταν μέλος της επιτροπής κατάληψης της Φιλοσοφικής Σχολής στην κατάληψη της Νομικής Σχολής το Φεβρουάριο του 1973.

  • Από το βιβλίο του Γιώργου Α. Βερνίκου, ¨΄Οταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα¨", Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003

Για τη φίλη και συναγωνίστριά μου Έπη, που κοιμήθηκε νωρίς

  Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση                                           

     Φίλε Γιώργο, χαίρε!



Είχαμε δυο πράγματα: αυταπάρνηση και τη δυνατότητα να επικοινωνούμε ποικιλοτρόπως.
Θυμάσαι πως και τότε συνηθίζαμε να «επικοινωνούμε» γραπτά. Μεσούσης της δικτατορίας, εμείς γράφαμε παντού, σε τυχαία χαρτάκια στο σπίτι της οικοδέσποινας-αγγέλου μας επί της γης ( της Αγγέλας εννοώ), στα κουτιά των τσιγάρων μου Hellas special ( για κάποιο λόγο η Ακρόπολη και το σεληνιακό μαύρο στο πακέτο σηματοδοτούσαν για μένα τις νύχτες ελευθερίας που μας μέλλονταν, βούρκωνα κι έλεγα μέσα μου ως γνήσια μαρξίστρια, αν και αναθεωρήτρια,  «Προς Θεού, όχι λυρισμοί τώρα, ό,τι λυρικό έχεις κάνε το πράξη»»), στις ταβέρνες , πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντιλα, αλλά βεβαίως ήν ο λόγος, εν αρχή και εν συνεχεία.
    Φίλε Γιώργο, έγραφες κι εσύ το βράδυ, πριν την κατάληψη.
   Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στης Αγγέλας, όπως θυμάσαι, σύμπασα η παρέα των αναθεωρητών και των αστών, ο Νικήτας Λιοναράκης, εσύ και η γράφουσα, να ’μαστε  κοντά το πρωί, να φτάσουμε σε χρόνο μηδέν από τη Σκουφά στη Σόλωνος και Σίνα- φοβόμαστε μη συλλάβουν κανένα μας πριν καταλάβουμε το κτίριο. Δεν θα μιλήσω για τα γεγονότα- είμαι βέβαιη πως θα τα διηγηθούν μια χαρά οι υπόλοιποι συναγωνιστές γράφοντες, ελπίζω να μη φλυαρήσουν, άλλωστε είναι λίγο-πολύ γνωστά. Φοβάμαι πως οι πολιτικοί «αναλυτές» αρχίζουν να θυμίζουν εκείνο τον κακόμοιρο κοινωνικό αναμορφωτή του Καβάφη, που ασκεί όλη του τη χειρουργική δεινότητα και στο τέλος δεν απομένει τίποτα. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει το φως της ασετιλίνης του Τσίρκα, του πληγωμένου ερωτευμένου Γιούνες και της Αριάγνης του. Χωρίς το φως της αίσθησης δεν υπάρχει τίποτα. Ναι, σύντροφε Μιχάλη, σύμφωνοι, η έκσταση δεν γράφεται στην Ιστορία.
   Ένα μόνο θα θυμίσω και θα τονίσω: Ξέραμε πολύ καλά τι κάναμε, με «ατελή» οργάνωση, ναι, με διαφωνίες, ναι, όμως συναίσθηση των πράξεών μας είχαμε πλήρη. We seized the day boys and girls, Νικήτα, Ελίζα, Μιχάλη, Ιωάννα, Μάνο, Παναγιώτη «βία στη βία», Κλειώ, Γιώργο και Γιώργο, Νίκο, Αριάδνη, Αγγελική, Αλκμήνη, Βέρα, Στέφανε, Γιάννη και Διονύση, we seized the day! Έστε βέβαιοι.
Στον πρόλογό σου, που είχα την τιμή να διαβάσω πριν την έκδοση, μιλάς για τη «σήμανση» των στιγμών. Θα μιλήσω κι εγώ «αστέ» Γιώργο για τις στιγμές. Άλλωστε συνέπασχα πλήρως μαζί σου όταν «ουρά της αστικής τάξης» σε ανέβαζαν και «ουρά της αστικής τάξης» σε κατέβαζαν, όχι μόνο γιατί ήμουν εκ φύσεως ορθολογίστρια και συνιστούσε καθαρό παραλογισμό να σου ασκούν κριτική γιατί δεν συμπορεύτηκες με τη σχεδόν συνολικά συμβιβασμένη με τα απριλιανά νούμερα περίφημη αστική τάξη του Κολωνακίου και της πέριξ των ανακτόρων περιοχής ( το περιέχον αντί του περιεχομένου, σύντροφοι της Φιλοσοφικής χαίρετε και αγαλλιάστε) , παρά αντίθετα έπεσες μέσα στα όλα, αλλά γιατί δεχόμουν κι εγώ παρόμοια κριτική γιατί δεν ήμουν Lenin-Levis-Lacoste, από γνήσιο σεβασμό στον Βλαντιμίρ Ίλιτς και ντυνόμουνα και κυκλοφορούσα ως κανονική κοπέλα και όχι με αμπέχωνο και ξεφτισμένο τζιν σαν κακέκτυπο της Λεϊλά Χαλέντ- το τζιν μου ήταν πάντα σιδερωμένο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
   Θα μιλήσω για μια στιγμή-τριάντα χρόνια πέρασαν, τη θυμάσαι άραγε; Ήταν η τελευταία μέρα της κατάληψης. Περπατούσαμε πάνω κάτω στην ταράτσα της Νομικής και σιγοτραγουδούσες απελπισμένος το «Μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί» του Θεοδωράκη και ήσουν βέβαιος από τα βάθη της ψυχής σου πως αν καταφέρναμε να μείνουμε εκεί άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς νερό και φως-το φαγητό δεν το σκεφτόμαστε- η κατάληψη θα’ χε πετύχει κάπως το στόχο της. Περπατούσαμε λοιπόν πυρετωδώς πάνω-κάτω, να βρούμε τρόπο, λύση, δεν υπήρχαν φυσικά. Το φως του σούρουπου σκίαζε τα πρόσωπα των παιδιών με τη θέρμη της πρώτης γνώσης της ωριμότητας που έφερνε η μοναξιά της ταράτσας : η καρδιά της πόλης χτυπούσε εκεί, μαζί μας.
Χαίρομαι γιατί αυτό που έγραφες το βράδυ πριν την κατάληψη στης Αγγέλας το συνεχίζεις τριάντα χρόνια μετά.
Φίλε Γιώργο, υπάρχουν στιγμές που αχρηστεύουν τη φθορά, την ακυρώνουν και συνεχίζουν την πορεία τους, ακέραιες και αγέρωχες μέσα στο χρόνο.
   Επαφίεμαι στον πατριωτισμό σου ότι θα τις διαφυλάξεις.
                                            Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2003
                                                  Η φίλη και συναγωνίστριά σου
                                                               Τιτίκα


* Η Τιτίκα Σαράτση ήταν μέλος της επιτροπής κατάληψης της Φιλοσοφικής Σχολής στην κατάληψη της Νομικής Σχολής το Φεβρουάριο του 1973.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019







"Η Ελοϊζ έπινε αργά και με κόπο τον καφέ κάτω από ένα δένδρο.Είχε έναν κόμπο στο λαιμό από την προηγούμενη νύχτα όταν αντίκρισε τις φριχτές εικόνες που έφθαναν από τη Συρία.Ήταν ξάγρυπνη.Φυσούσε ένα απαλό αεράκι στη σκιά.Οι ομιλίες γύρω της την έφθαναν λες από μακριά.Σκεφτόταν το Μάνο Σιμωνίδη στις ¨Ακυβέρνητες πολιτείες' να προσπαθεί να βρεί την είσοδο προς το σπίτι της Αριάγνης (Αριάγνη ναι, όχι Αριάδνη, η πιο αγνή) στα δρομάκια του Καϊρου και η πράσινη πορτούλα να είναι εκεί και να την προσπερνά συνέχεια χωρίς να την βλέπει.'Μήπως είμαστε όλοι έτσι;" αναρωτήθηκε.Μήπως η μικρή πορτούλα είναι μπροστά μας και δεν την βλέπουμε ή επιλέγουμε να μην τη δούμε;-Νομίζω ότι για μένα ήρθε ο καιρός της σιωπής.Μιας σιωπής γόνιμης, Κρίμα βέβαια, αλλά θα πρέπει να σιωπήσω.Μόνον έτσι τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους".Χαμογέλασε για τις συνομιλίες που ποτέ δεν θα υπάρξουν. Ανέπνευσε βαθιά." ( Μονόλογοι της ΕλοΊζ).

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Ver Novum

   

       Η Ελοϊζ σιγοτραγουδούσε το «και τότε ποιος θα μπορέσει να μάθει ποτέ το γιατί» ξαναδιαβάζοντας τα «Βραχιολάκια της Αννίκας». Έκανε έναν απολογισμό απωλειών σιωπηλά. Στο νου της είχε καρφωθεί το βλέμμα του Ράιαν Γκόσλινγκ στο First Man.Και η στιγμή που αφήνει το βραχιολάκι της κορούλας του στη σελήνη. Ζούσε το πολιτικό αλαλούμ χωρίς να συμμετέχει ενεργά. Πέρα ίσως από μια υπογραφή που την καθιστούσε «προδότρια του έθνους» μια και αποδεχόταν τα θετικά της συμφωνίας των Πρεσπών. Ψυχικά όμως πονούσε. Πονούσε σχεδόν βιολογικά για το κενό. Τι να τις κάνουμε τις γέφυρες όταν τα πεπραγμένα και τα πραττόμενα αποδεικνύουν το αντίθετο….Σκεπτόταν πως έγιναν οι φίλοι της μαριονέτες της Ιστορίας. Βράδιαζε γλυκά στην Αττική.Ver novum.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ευφροσύνη Λούζη, ¨Σκιάς Όναρ¨

Η ποιητική συλλογή της νέας ποιήτριας Ευφροσύνης Λούζη ( Εκδόσεις Σιδέρη)  
¨Σκιάς όναρ¨ εκτός από την παραπομπή της στον Πίνδαρο είναι ένα όνειρο σκιάς ή μια σκιά ονείρου. Ανιχνεύει τα όνειρα και τις σκιές με τόλμη και σοφία. Συνειδητοποιεί το εύθραυστο της ύπαρξης αλλά και τη θέρμη και το μεγαλείο της. Χειρίζεται τον ποιητικό λόγο με απόλυτη και πηγαία γνησιότητα. Ανιχνεύει τις σκιές, είναι όμως ένας ύμνος στο φως, στη φωτεινή διέξοδο από το σκοτάδι. Είναι και ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό. Συνοψίζω: είναι ένας δαυλός ελπίδας γι αυτό και παραθέτω το ομώνυμο  ποίημα από τη συλλογή, το «Ελπίδας Δαυλός». Καλή συνέχεια, Ευφροσύνη!!!Είμαι βέβαιη πως έχεις να μας δώσεις πολλά….και πολύτιμα.

Ελπίδας δαυλός ξεκινάει, σε απέραντα πελάγη βουτάει.
Τη φλόγα προσφέρει, ανάβει, δε σβήνει.
Σ’ ανέμους θεριεύει, μηνύματα γνέφει.
Στις μπόρες σωπαίνει, για λίγο ανασαίνει.
Η φλόγα φουντώνει ολοένα και πιο γερά μας ενώνει.

Ελπίδας δαυλός ξεκινάει,
Θεριεύει, σωπαίνει, ξεσπάει,
Καρδιές ακουμπάει και σε μηνύματα νίκης μεθάει!

Το χέρι σου άπλωσε , δαυλούς να μοιράσεις,
Σταγόνες ελπίδας, δροσιά!


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ελοίζ στην ασφάλεια της Μεσογείων 1972



ΕλοΪζ 1972
                         Tom Courtnay in "The loneliness of the long distance runner" (1962)
                      directed by Tony Richardson,based on the short story by Alan Sillitoe


   Το κουδούνι χτύπησε κατά τις 10.20. Η θεία Νίκη που μαγείρευε εκείνη την ώρα πήγε να ανοίξει. Αστυνομικός στην εξώπορτα.- Η δεσποινίς Ελοϊζ;-Περιμένετε να την φωνάξω.-Η Ελοϊζ πλησίασε αργά μια και ήξερε τι ήταν.Το γνωστό υποκίτρινο χαρτάκι « Περάστε δι υπόθεσίν σας».—Τι υπόθεση; Ρώτησε η Ελοϊζ...δεν έχω καμιά υπόθεση.-Θα σας εξηγήσει ο υποδιοικητής.
Την άλλη μέρα  κατά τις 10 φόρεσε το τζην και το άσπρο της το ζιβάγκο.
Η Μεσογείων ήταν κοντά, πήγε με τα πόδια. Ήρθε μαζί της και η αδελφή της η Ελσινόη..
-Θα σε περιμένω στο καφενείο, της είπε. Δεν ξέρεις ποτέ.
Χαμογελαστή η Ελοϊζ ζήτησε το γραφείο του Βανούση. Ένα βαρύ "ναι"  απάντησε στο χτύπημα της πόρτας. Τρία γραφεία. Στα δυο ο Βανούσης και ο Γκραβαρίτης - στο κεντρικό ο Βανούσης. Το τρίτο άδειο. -Δε μου λες βρε Βουγιουκλάκη, άρχισε ο Βανούσης.Γιατί μπήκες στη Φιλοσοφική; Για να πάρεις πτυχίο ή για να κάνεις συνδικαλισμό;- Ε και για τα δυο, απάντησε η Ελοϊζ που λόγω πρώτης φοράς δεν είχε αίσθηση τόπου και χρόνου.-Τι; Ούρλιαξε ο Βανούσης.Ποιός σου τα έμαθε αυτά; Αυτοί οι αλήτες που κάνεις παρέα; Τι τον θέλεις ρε το Βερνίκο, τον Λιοναράκη και τoν Σαμπατακάκη; Αμε τον Κανελλάκη; -Χάθηκαν τα καλά παιδια πουχουμε εδώ; Πριν προλάβει να απαντήσει η Ελοϊζ ένοιωσε ένα χέρι να την τραβάει από τα μαλλιά και να την σηκώνει στον αέρα.Tα χαστούκια έπεφταν απανωτά και της άνοιξαν τα χείλη.Από τα μακριά της μαλλιά την κρατούσαν, κυριολεκτικά στον αέρα, όταν αισθάνθηκε να την πετάνε πάνω στο σιδερένιο γραφείο και το αριστερό της βλέφαρο σκίστηκε και την τύφλωσε το αίμα .Ο τύπος είχε μπει από την πίσω πόρτα και δεν μπορούσε να τον δει .Γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι και ένα νεαρό με πολιτικά το πολύ μέχρι 25 χρονών. Έμοιαζε λυσσασμένος και με το χτύπημα που έφαγε στο στομάχι η Ελοϊζ έπεσε ανάμεσα στα γραφεία. Έκλαιγε από οργή, τα αίματα μπλέκονταν με τα μαλλιά και την τύφλωναν. Ο Βανούσης είχε αρχίσει το παιχνιδάκι με τον Γκραβαρίτη, -έλα Σούσουλα άστην. Θα την σκοτώσεις, μη βρούμε κανένα μπελά, έλα τέλειωνε... αλλά που να τελειώσει ο Σούσουλας.Το γόνατό της άνοιξε, έτρεξαν τα αίματα στο τζιν.  Ένοιωσε τη μέση της να σπάει, την πλάτη της να χτυπάει στις γωνιές των στριμωγμένων γραφείων και φώναξε. Την τράβηξε ένα χέρι και βρέθηκε στο διάδρομο. Μέσα στα αίματα και στα δάκρυα βρέθηκε σε ένα άλλο γραφείο και είδε ένα τύπο με πολιτικά και κρύα γαλανά μάτια-αυτός θα είναι ο Καραπαναγιώτης- σκέφθηκε- που την τράνταξε από τους ώμους.-Δεν θα ξαναπατήσεις στο πανεπιστήμιο, ακούς; Μόνο για να δώσεις εξετάσεις θα πας. Παλιοκομμουνίστρια του κερατά.Που μου θέλατε και τον Σιάντο στο σπίτι, Άντε στο διάολο τώρα. Η Ελοϊζ ζαλιζόταν.Τυφλωμένη από τα δάκρυα και τα αίματα βρήκε το κουμπί του ασανσέρ. Δεν έβλεπε να πάει από τις σκάλες Η Ελσινόη είχε  ανησυχήσει και την περίμενε στην είσοδο του καφενείου.-Πάμε να φύγουμε, της είπε η Ελοϊζ.Η Ελσινόη έκανε μια κίνηση προς την πόρτα της Ασφάλειας.-Βρε τα ρέστα θα τους ζητήσεις τώρα; Πάμε να φύγουμε.!!
Οι περαστικοί τις κοίταζαν. Άλλοι με απορία, άλλοι με φόβο, άλλοι με λύπη.-Λες να να είναι σπίτι ο μπαμπάς;- ρώτησε η Ελοϊζ. Τον φοβάμαι με το έμφραγμα, μην πάθει τίποτα που θα με δει μες τα αίματα. Ευτυχώς ο γιατρός έλειπε. Πέταξε τα ρούχα της μόλις μπήκαν στο σπίτι και μπήκε στη μπανιέρα. ¨΄Να φύγει από πάνω μου η βρώμα τους", σκέφθηκε μες τη ζάλη της. Το φρύδι της είχε σκιστεί, δεν έλεγε να σταματήσει το αίμα. Ήρθε εν τω μεταξύ και ο πατέρας της ο γιατρός και της το έδεσε. -Μην πας κορίτσι μου στο πανεπιστήμιο, της έλεγε ο μπαμπάς της .Κάτσε να ξεζαλιστείς. -Θα πάω αμέσως,, απάντησε η Ελοϊζ.- Όχι νομίζεις πως θα τους κάνω τη χάρη, Θα πάω και θα πουν κι ΄ένα τραγούδι τα κτήνη. Να δουν τα παιδιά τι γίνεται. Ξαφνικά η Ελοϊζ είδε το είδωλό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Το βλέμμα της είχε σκληρύνει….