Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ελοίζ στην ασφάλεια της Μεσογείων 1972



ΕλοΪζ 1972
                         Tom Courtnay in "The loneliness of the long distance runner" (1962)
                      directed by Tony Richardson,based on the short story by Alan Sillitoe


   Το κουδούνι χτύπησε κατά τις 10.20. Η θεία Νίκη που μαγείρευε εκείνη την ώρα πήγε να ανοίξει. Αστυνομικός στην εξώπορτα.- Η δεσποινίς Ελοϊζ;-Περιμένετε να την φωνάξω.-Η Ελοϊζ πλησίασε αργά μια και ήξερε τι ήταν.Το γνωστό υποκίτρινο χαρτάκι « Περάστε δι υπόθεσίν σας».—Τι υπόθεση; Ρώτησε η Ελοϊζ...δεν έχω καμιά υπόθεση.-Θα σας εξηγήσει ο υποδιοικητής.
Την άλλη μέρα  κατά τις 10 φόρεσε το τζην και το άσπρο της το ζιβάγκο.
Η Μεσογείων ήταν κοντά, πήγε με τα πόδια. Ήρθε μαζί της και η αδελφή της η Ελσινόη..
-Θα σε περιμένω στο καφενείο, της είπε. Δεν ξέρεις ποτέ.
Χαμογελαστή η Ελοϊζ ζήτησε το γραφείο του Βανούση. Ένα βαρύ "ναι"  απάντησε στο χτύπημα της πόρτας. Τρία γραφεία. Στα δυο ο Βανούσης και ο Γκραβαρίτης - στο κεντρικό ο Βανούσης. Το τρίτο άδειο. -Δε μου λες βρε Βουγιουκλάκη, άρχισε ο Βανούσης.Γιατί μπήκες στη Φιλοσοφική; Για να πάρεις πτυχίο ή για να κάνεις συνδικαλισμό;- Ε και για τα δυο, απάντησε η Ελοϊζ που λόγω πρώτης φοράς δεν είχε αίσθηση τόπου και χρόνου.-Τι; Ούρλιαξε ο Βανούσης.Ποιός σου τα έμαθε αυτά; Αυτοί οι αλήτες που κάνεις παρέα; Τι τον θέλεις ρε το Βερνίκο, τον Λιοναράκη και τoν Σαμπατακάκη; Αμε τον Κανελλάκη; -Χάθηκαν τα καλά παιδια πουχουμε εδώ; Πριν προλάβει να απαντήσει η Ελοϊζ ένοιωσε ένα χέρι να την τραβάει από τα μαλλιά και να την σηκώνει στον αέρα.Tα χαστούκια έπεφταν απανωτά και της άνοιξαν τα χείλη.Από τα μακριά της μαλλιά την κρατούσαν, κυριολεκτικά στον αέρα, όταν αισθάνθηκε να την πετάνε πάνω στο σιδερένιο γραφείο και το αριστερό της βλέφαρο σκίστηκε και την τύφλωσε το αίμα .Ο τύπος είχε μπει από την πίσω πόρτα και δεν μπορούσε να τον δει .Γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι και ένα νεαρό με πολιτικά το πολύ μέχρι 25 χρονών. Έμοιαζε λυσσασμένος και με το χτύπημα που έφαγε στο στομάχι η Ελοϊζ έπεσε ανάμεσα στα γραφεία. Έκλαιγε από οργή, τα αίματα μπλέκονταν με τα μαλλιά και την τύφλωναν. Ο Βανούσης είχε αρχίσει το παιχνιδάκι με τον Γκραβαρίτη, -έλα Σούσουλα άστην. Θα την σκοτώσεις, μη βρούμε κανένα μπελά, έλα τέλειωνε... αλλά που να τελειώσει ο Σούσουλας.Το γόνατό της άνοιξε, έτρεξαν τα αίματα στο τζιν.  Ένοιωσε τη μέση της να σπάει, την πλάτη της να χτυπάει στις γωνιές των στριμωγμένων γραφείων και φώναξε. Την τράβηξε ένα χέρι και βρέθηκε στο διάδρομο. Μέσα στα αίματα και στα δάκρυα βρέθηκε σε ένα άλλο γραφείο και είδε ένα τύπο με πολιτικά και κρύα γαλανά μάτια-αυτός θα είναι ο Καραπαναγιώτης- σκέφθηκε- που την τράνταξε από τους ώμους.-Δεν θα ξαναπατήσεις στο πανεπιστήμιο, ακούς; Μόνο για να δώσεις εξετάσεις θα πας. Παλιοκομμουνίστρια του κερατά.Που μου θέλατε και τον Σιάντο στο σπίτι, Άντε στο διάολο τώρα. Η Ελοϊζ ζαλιζόταν.Τυφλωμένη από τα δάκρυα και τα αίματα βρήκε το κουμπί του ασανσέρ. Δεν έβλεπε να πάει από τις σκάλες Η Ελσινόη είχε  ανησυχήσει και την περίμενε στην είσοδο του καφενείου.-Πάμε να φύγουμε, της είπε η Ελοϊζ.Η Ελσινόη έκανε μια κίνηση προς την πόρτα της Ασφάλειας.-Βρε τα ρέστα θα τους ζητήσεις τώρα; Πάμε να φύγουμε.!!
Οι περαστικοί τις κοίταζαν. Άλλοι με απορία, άλλοι με φόβο, άλλοι με λύπη.-Λες να να είναι σπίτι ο μπαμπάς;- ρώτησε η Ελοϊζ. Τον φοβάμαι με το έμφραγμα, μην πάθει τίποτα που θα με δει μες τα αίματα. Ευτυχώς ο γιατρός έλειπε. Πέταξε τα ρούχα της μόλις μπήκαν στο σπίτι και μπήκε στη μπανιέρα. ¨΄Να φύγει από πάνω μου η βρώμα τους", σκέφθηκε μες τη ζάλη της. Το φρύδι της είχε σκιστεί, δεν έλεγε να σταματήσει το αίμα. Ήρθε εν τω μεταξύ και ο πατέρας της ο γιατρός και της το έδεσε. -Μην πας κορίτσι μου στο πανεπιστήμιο, της έλεγε ο μπαμπάς της .Κάτσε να ξεζαλιστείς. -Θα πάω αμέσως,, απάντησε η Ελοϊζ.- Όχι νομίζεις πως θα τους κάνω τη χάρη, Θα πάω και θα πουν κι ΄ένα τραγούδι τα κτήνη. Να δουν τα παιδιά τι γίνεται. Ξαφνικά η Ελοϊζ είδε το είδωλό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Το βλέμμα της είχε σκληρύνει….



Παύλος 1974



1974*    ΠΑΥΛΟΣ

Τα μαλλιά της Ελοϊζ μπλέκονταν στο αυτί του Παύλου καθώς του σιγομουρμούριζε,μ΄ένα ψιθύρισμα λαχανιασμένο.Λες να με παρακολούθησαν; έλεγε, δεν μπορεί, πρόσεξα αλλά αυτός ο τύπος ο Βαλούσης στο ψιλικατζίδικο που σταμάτησα για τα τσιγάρα σου, κάπως ήταν -και ανάμεσα στις λέξεις της του σιγοτραγουδούσε το “μικρό παιδί παλληκαράκι φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό”. Του Παύλου οι φλέβες πετάγονταν, πάλλονταν,τις ένοιωθε στο μάγουλό της και μικρές σταγόνες λαμπύριζαν στον κρόταφό του,σαν δροσοσταλίδες ήταν σκέφθηκε μες στην ηδονή της , ανασηκώθηκε η μπλούζα της και ένοιωσε την τραχειά μάλλινη κουβέρτα να την τσιμπάει , της θύμισε τα χειροποίητα υφαντά του πατρικού της σπιτιού στη Θεσσαλία και το σώμα της κόλλησε πάνω στο δικό του, λες και την απορρόφησε το λεπτοκαμωμένο κορμί του και μπήκε μέσα του, ξαφνικά οι λάμψεις από την Αλεξάνδρας λες και την τύφλωσαν και το βουητό των αυτοκινήτων την κούφανε και μπήκε μέσα του ένα τόσο δα κοριτσάκι, τα μαλλιά της σκέπασαν το πρόσωπό του και κείνος τα χάιδευε τόσο τρυφερά που η Ελοϊζ σκέφθηκε πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι εραστές, τέτοια τρυφερή άλλη στιγμή δεν θα υπάρξει, “θέλω να βλέπω τα μάτια σου΄”της είπε ο Παύλος και άγγιξε το στήθος της με την άκρη των δακτύλων και των δυο χεριών του και καθώς την έγδυνε τα σώματά τους τρίβονταν πάνω στην τραχειά μάλλινη κουβέρτα και ποτέ καμμιά τραχειά μάλλινη κουβέρτα δεν έγινε τόσο απαλή ούτε θα ξαναγινόταν ποτέ εις τον αιώνα τον άπαντα.Η ακρογιαλιά της Μάνης ενώθηκε με τη θάλασσα του Πηλίου αλλά το τρεμούλιασμα της ψυχής της εξακολουθούσε καθώς ο φόβος ότι ο χαφιές του ψιλικατζίδικου την είχε αναγνωρίσει όλο και μεγάλωνε.Γιατί την γνώριζε βλέπεις από τη Φιλοσοφική και επιτροπάτο του ΕΛΑΣ την ανέβαζε και επιτροπάτο του ΕΛΑΣ την κατέβαζε από την κατάληψη της Νομικής και μετά,” και δε μου λες βρε Ελοϊζ γιατί μπήκες στη σχολή για να πάρεις πτυχίο ή για να κάνεις συνδικαλισμό;” Βαλούσης το όνομά του, μαυριδερός και κοντοστούπης με κάτι δόντια στριμωγμένα κι ένα δαχτυλίδι με τετράγωνο ρουμπίνι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού.Κι όμως η κακομοίρα η Ελοϊζ είχε μεταμφιεσθεί
επαρκώς μ ένα ταγιεράκι της μανούλας της που είχε ανακαλύψει στη ντουλάπα και κάτι χαμηλοτάκουνες γόβες.Τύλιξε και τα μαλλιά της σ΄ένα μαντήλι- ούτε ο Γκραβαρίτης το πρωτοπαλλήκαρο του Καραπαναγιώτη δεν θα την αναγνώριζε.

*Μετά το Πολυτεχνείο όταν οι πρωταγωνιστές κρυβόντουσαν και πριν τη Μεταπολίτευση