Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Δεν σκέπτομαι εγώ, σκέπτεται η Φρανκφούρτη για μένα 

 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 17/03/2010 ΑΥΓΗ
Της ΤΙΤΙΚΑΣ - ΜΑΡΙΑΣ ΣΑΡΑΤΣΗ

Η Αλίκη και η Κουνελότρυπα: Μια μητέρα και δυο κόρες συζητούν

«Ελλάς, χώρα ανατολικών αισθημάτων και δυτικής περιεργείας! Όποτε χάθηκε η 'μαγική' ισορροπία -καλή ώρα τώρα!- οι συνέπειες ήταν κάτι παραπάνω από οδυνηρές. Το πρόβλημα, στη βάση του, παραμένει πολιτισμικό... Η 'ορθολογική' Ευρώπη σκοντάφτει... στην 'ανορθολογική' περιφέρεια!»
Blogger

...Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια - της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
Στον αιθέρα στέκει να - και στη θάλασσα μόνη της!
Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί»

"Δεν σκέπτομαι εγώ, σκέπτεται η Φρανκφούρτη για μένα», ψιθύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Στην υπό κατεδάφιση απέναντι μονοκατοικία ένα γιασεμί στεκόταν σχεδόν μετέωρο, με μόνο στήριγμά του ένα διπλό κοράλλι, αναρριχητικό. Τα δυο τους είχαν δοθεί σε έναν θανάσιμο σφιχτό εναγκαλισμό, λες και προαισθάνονταν το τέλος τους. «Και να σκεπτόταν η Φρανκφούρτη καλά θα ήταν, γιατί η Φρανκφούρτη έχει και πολίτες, αλλά πλέον λέγοντας Φρανκφούρτη βλέπουμε αυτόματα μπροστά μας την 'υπερκυβέρνηση' του Τρισέ», συνέχισε. Το γιασεμί το είχε παραπλανήσει ο ανοιξιάτικος καιρός των προηγούμενων ημερών και είχε σχεδόν ανθίσει.
Από τότε που στα 18 τους τα κορίτσια της ενηλικιώθηκαν και ζούσαν μόνες τους, είχαν κάνει μια σιωπηρή συμφωνία που με τα χρόνια έγινε και λεκτική, απτή: να μην αφήσουν τη διαφορετική κατοικία να τις χωρίσει, να μιλάνε καθημερινά και να κάνουν πράγματα οι τρεις τους μαζί, έστω και σπάνια. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει με τον Λιούις Κάρολ και την «Αλίκη» πλάι στο κρεβάτι τους, επομένως αυτό που θα έκαναν αυτή τη φορά μαζί ήταν ως φυσική συνέπεια να δουν την «Αλίκη» του Τιμ Μπάρτον. «Στο κάτω-κάτω στην εκδοχή του Μπάρτον η 'λευκή βασίλισσα', η δύναμη του καλού, νικά!» της είχε πει η Β, η μεγάλη κόρη, στο τηλέφωνο, για να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει η αναγγελία των «οικονομικών μέτρων» που έθιγαν κατά κράτος τον μισθό της μητέρας.
- «Τα όργανα άρχισαν και θα ηχήσουν και στον ιδιωτικό τομέα», αντέτεινε η μητέρα.
-«Καλά, ας μην αγχωθούμε από τώρα», είχε πει η Γ, η μικρή κόρη, αλλά στα μάτια της διαγραφόταν ήδη η ανησυχία.
Μέρες τώρα αισθανόταν την ανάγκη να απολογηθεί. Να τους εξηγήσει ότι υπήρχαν κάποιοι που από καιρό είχαν προειδοποιήσει, ότι δεν είναι όλη η γενιά του Πολυτεχνείου εξαργυρωμένη, αλλά αντίθετα η πλειοψηφία εξακολουθεί να μάχεται στον χώρο της, ο καθένας και η κάθε μια με τις δυνάμεις του/της και τις αντοχές του. Η νύχτα είχε πια πέσει και το κουδούνι χτύπησε. Το γιασεμί μόλιςπου διακρινόταν.
- «Είναι θέμα επιλογών», είπε η Β, η μεγαλύτερη κόρη. «Πρέπει να το καταλάβεις. Αυτό που τώρα γίνεται στη χώρα συμβαίνει εδώ και καιρό στον ιδιωτικό τομέα. Δεν μιλάμε πια για 'ανθρώπους', αλλά για 'ανθρώπινους πόρους'. Δεκάδες θέσεις εργασίας κόβονται. Οι αποφάσεις δεν παίρνονται εδώ, έχουν παρθεί ήδη στην Ευρώπη ή υπερατλαντικά. Κάποιος έχει ξυπνήσει στη Νέα Υόρκη και έχει αποφασίσει για το πόσοι θα φύγουν. Το 'ποιοι' θα φύγουν θα αποφασισθεί εδώ και δεν θα 'θελα να είμαι καθόλου στη θέση του διευθυντή που θα πρέπει να το αποφασίσει. Εμείς, ως εργαζόμενοι, είμαστε αριθμοί - ό,τι είναι η Ελλάδα για τις ΗΠΑ - μια γεωπολιτική κουκκίδα. Είναι όπως στο εμπορικό σινεμά, δεν μιλάμε πια για 'τέχνη', αλλά για προϊόν. Για αριθμό εισιτηρίων. Και μη νομίζεις ότι η μεσαία 'ελληνική' επιχείρηση είναι καλύτερη. Συχνά είναι πιο σκληρή από την πολυεθνική. Δεν βλέπεις πόσο χρεωμένος είναι ο ΟΑΕΕ; Το ΙΚΑ; Νομίζεις ότι φταίει μόνο το κράτος γι' αυτό; Δεν φταίει ο μεσαίος Έλλην 'επιχειρηματίας'; Εσείς στην αριστερά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ζείτε στον δικό σας κόσμο». Μιλούσε ήρεμα, χωρίς θυμό.
- «Αυτό που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εμείς στον ιδιωτικό τομέα είναι ο πλήρης ατομικισμός. Οι παγίδες. Τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Βλέπουμε συναδέλφους που έχουν δώσει όλη τους τη ζωή και την ενέργεια στην εταιρεία να φεύγουν γιατί έτσι είναι οι οδηγίες. Και σου το λέω για να το καταλάβεις καλά, πλέον δεν είμαστε ελκυστικοί για κανέναν και κυρίως για τις πολυεθνικές. Όλα μεταφέρονται σιγά και σταθερά προς την 'ελκυστική' Ινδία. Και ξέρεις κάτι; Οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί και καμιά αντίδραση δεν είναι αποτελεσματική, γιατί η γενιά σου, αλλά και κυρίως η προηγούμενη, όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις έκλειναν η μια μετά την άλλη, όταν η ΙΖΟΛΑ, ας πούμε, έκλεισε, τι έκανε; Ή μήπως νομίζεις ότι έχουμε καλές υπηρεσίες στον τουρισμό; Άντε κάνε μια βολτούλα μέχρι την Κωνσταντινούπολη να καταλάβεις τι σημαίνει service».
Η μικρή κόρη άκουγε σιωπηλή. Σήκωσε όμως το κεφάλι και κοίταξε τη μητέρα της.
- «Καλά, εσύ κοίταζε το γιασεμί. Καλά κάνεις, αλλά ποιος σε ακούει; Μια ζωή σε θυμάμαι στη 'σκεπτόμενη μειοψηφία'. Η Ελλάδα που μας παραδίνετε είναι σε άθλια κατάσταση. Άκουσα και την αριστερά σου, άκουσα και τους συνδικαλιστές. Δεν μου λες, ξέρεις ότι εσύ ανήκεις στην τελευταία γενιά που έκανε ό,τι ήθελε; Μπορεί να είχατε να κάνετε με τη χούντα, αλλά ο εχθρός ήταν ορατός. Ξέρεις ότι από την Α' Λυκείου δεν είμαστε μαθητές, αλλά 'υποψήφιοι' για τις πανελλήνιες; Ξέρεις ότι αφού μπούμε στο πανεπιστήμιο κάνουμε τουλάχιστον δύο χρόνια να συνέλθουμε από το στρες και την πίεση που περάσαμε; Και μόλις μπούμε στο πανεπιστήμιο, έρχεται η μεγάλη απογοήτευση. Το πανεπιστήμιο δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που πιστεύαμε. Ούτε καν οι γραμματείες δεν λειτουργούν καλά... και έτσι πέφτουν επάνω μας οι παρατάξεις που κάνουν τη δουλειά της γραμματείας. Και μην μου πεις πως φταίνε μόνο τα μικρά κονδύλια. Και δεν μου λες, πολύ καλά τα λέει ο Πωλ Ζοριόν στη συνέντευξη που μου έδωσες να διαβάσω.
Μπαίνουμε σε κατακλυσμική περίοδο, μάλιστα, έτσι είναι. Μάλλον, έχουμε ήδη μπει σε κατακλυσμική περίοδο. Και η αριστερά σου, τι λέει; Θα πει τίποτα για τα ταξί με τις τριπλές και τετραπλές κούρσες που δεν θέλουν τις ταμειακές; Εσύ πλήρωνε προκαταβολικά, κορόιδο! Από τη μια η σοβαρότητα και ο Πωλ Ζοριόν και η 'Αυγή' και από την άλλη... Στο λέω και κατάλαβέ το, αναλάβετε τις ευθύνες σας. Αλλιώς... Στο κάτω-κάτω εσείς ζήσατε, καλά ή κακά δεν το κρίνω, θέλουμε να ζήσουμε και εμείς! Πάντα από μικρές μάς έλεγες ότι η ανανεωτική αριστερά είναι το άλας της γης. Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν βρίσκεστε εκτός συστήματος. Και πάντα εσύ μας έλεγες πάλι ότι πρέπει να βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου. Δηλαδή αν κυβερνούσατε εσείς αύριο, κυριολεκτώ, αύριο, τι θα κάνατε; Αυτό να πεις στους δικούς σου, αυτό θέλω να ακούσω, συγκεκριμένα. Αλλιώς το παιχνίδι είναι χαμένο!».
- «Καλά, πάμε τώρα να δούμε την 'Αλίκη'», είπε η Β χαμογελώντας και κοίταξε τη μητέρα της και τη μικρή αδελφή. «Μην πυροβολείτε την πιανίστα, κάνει ό,τι μπορεί», συνέχισε. "Στο κάτω-κάτω ο πρόεδρος της Γερμανικής Βουλής μάς ζήτησε συγγνώμη. Mας στήριξε και ο Σαρκοζί... Λες αυτό να σημαίνει ότι θα περισωθούν και κάποιες θέσεις εργασίας; Αποφάσισαν να σκεφθούν, εκτός από τους τραπεζίτες, και οι πολιτικοί; Ας διατηρήσουμε το χιούμορ μας, θα μας χρειαστεί, down the rabbit hole!!1». Τ.Μ.Σ.

1. Down the rabbit hole: Κάτω, στην κουνελότρυπα. Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων

οι κόκκοι της σκόνης

Οι Κόκκοι της Σκόνης
Οι κόκκοι της σκόνης
της Τιτίκας Μαρίας Σαράτση
 Κρατούσε στο χέρι της το παλιό τετράδιο με τις σημειώσεις του Γ. κι αναρωτιόταν αν πραγματικά άξιζε να περιμένει να δει τις τελευταίες ειδήσεις όπως τις μετέδιδαν τα διεθνή δορυφορικά κανάλια και να τα συγκρίνει με τα ελληνικά δελτία. Έτσι κι αλλιώς άλλα λένε και άλλα εννοούν και άλλα πράττουν –σκέφθηκε και ξαφνικά την κατέλαβε μια διάθεση να ξεσπάσει σε ένα λυτρωτικό γέλιο, μα τι φαρσοκωμωδία, τι ψέμα– και πώς καταληφθήκαμε έτσι εξ απήνης συνολικά, κάτι σαν την «Τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά, ω κωμειδύλλιον, κωμειδύλλιον, χωρίς τη μελωδία και το πνεύμα, ω επιδοτήσεις ανυπάρκτων offshore εταιρειών και ένοχες σιωπές, ω τερατώδη δημόσιε τομέα της ρεμούλας, ω άτυχε απόφοιτε «πληβείε» δημοσιογράφε παντός καιρού με το μπλοκάκι, και ξαφνικά η χώρα σου ανακαλύπτει μαζί με τους διεθνείς φωστήρες  ότι εσύ είσαι το πρόβλημα και ο μέσος υπάλληλος με τα φροντιστήρια των παιδιών της δωρεάν παιδείας που όλο αναβαθμίζεται και όλο ίδια μένει, και κάτω οι μισθοί και κατά τα άλλα ο εκπαιδευτικός οφείλει να αφιερώνεται απερίσπαστος στην διαπαιδαγώγηση των τέκνων μας –και άντε να εξηγήσεις στην γριούλα της γωνίας που σε ρωτάει εναγωνίως γιατί δεν επιστρέφουμε στη δραχμή και δε θα γίνεις έλληνας ποτέ αλβανέ αλβανέ εν πλήρει δόξη στην παρέλαση του «άλλου σηκωμού», και αποφασίζεις επιτέλους να δεις τι λένε τα ξένα δορυφορικά και εδώ είναι που τρελαίνεσαι όλοι έχουν νικήσει και όλοι έχουν κάνει ένα βήμα πίσω και ο Σαρκοζί και η Μέρκελ και  Τρισέ που μας έσωσε και Greece, Greece and Greece πρώτο τραπέζι πίστα στα δορυφορικά και ένα έθνος ολόκληρο να παρακολουθεί εμβρόντητο το θρίλερ και τα σχόλια για το «παρασκήνιο» και δώστου παρασκήνιο και λέξη για το προσκήνιο…και μέσα στο γέλιο της θυμήθηκε ένα Σάββατο  στην Καρδίτσα,όταν ήταν μικρό κοριτσάκι με το καλαθάκι του "Λαζάρου"  και το άρωμα της πασχαλιάς και την τρυφερότητα της μολόχας  και αποφάσισε να κλείσει τον ήχο στην τηλεόραση, να αφήσει μόνο την εικόνα και να ανοίξει το παλιό τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο που έφερε ακόμη το άρωμα της Β, "Sortilege" σε μια τυχαία σελίδα,  έτσι κι αλλιώς όλες του οι σελίδες είναι μαγικές, σκέφθηκε και άρχισε να διαβάσει σιγανά:
                                   


»1958
«Μεσημέρι. Ο  δρόμος, παρόλο που είχε πρόσφατα ασφαλτοστρωθεί, με τον καλοκαιρινό λίβα σήκωνε σκόνη, μια σκόνη περίεργη, διέκρινες λες τους κόκκους της σαν μικρά πετραδάκια που έμπαιναν στα μάτια και σε τύφλωναν.  Η Β. έκλεισε βιαστικά την πράσινη βαριά σιδερένια πόρτα, κοίταξε δεξιά και αριστερά και πήρε γρήγορα το δρόμο για την πλατεία. Λίγο πριν φτάσει σταμάτησε στο μανάβικο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού.
Λαχανιασμένη, ακούμπησε στον τοίχο. Το σάλι που είχε ρίξει βιαστικά πάνω της γλίστρησε και αποκάλυψε τη μαύρη της οργάνζα που κομψή και ατσαλάκωτη ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα καφάσια και το πριονίδι στο πάτωμα. Πλάι της ένας σωρός δαμάσκηνα λες και την κοίταζε με κείνο το αμείλικτο-μωβ βιολετί του ώριμου καρπού που σφύζει από ζωή και που ο χυμός του σχεδόν σκάει τη φλούδα του φρούτου. Ξαφνικά μια λάμψη, η ίδια λάμψη φώτισε το σκοτεινό βάθος του μαγαζιού αλλά και το μυαλό της, «Γιάννη», φώναξε, «φέρε το φάκελο, πρέπει να φύγω». Ο Γιάννης, ο «μανάβης» την κοίταξε απορημένος. Γιατί μιλούσε δυνατά; Πάντα η συνομιλία γινόταν ψιθυριστά. Αλλά η Β. λες και έλαμπε σήμερα, η σκόνη που είχε καθίσει πάνω στο σάλι της άστραφτε και κείνη και καθώς έκρυψε την καφετιά σακούλα με τα «οπωρικά-λαχανικά» που μέσα είχε την Επιθεώρηση Τέχνης δεν μπορούσε να την αγοράσει πουθενά και κάποιος από το κόμμα την έστελνε στον Γιάννη από την Αθήνα σε λίγα αντίτυπα κάτω από το σάλι της αγκάλιασε βουρκωμένη το Γιάννη, τον έσφιξε δυνατά, «αντίο και  σ’ ευχαριστώ, σύντροφε» του ψιθύρισε στ’ αυτί και τα χείλη της ακούμπησαν για ένα δευτερόλεπτο τον κρόταφό του. «Μα μείνε,  έχω να σου πω νέα, λένε για αμνηστία…» ψέλλισε ο Γιάννης που τα χείλη της στον κρόταφό του τον έκαιγαν ήδη. Η Β. χαμογέλασε: «Μη σε παραπλανούν οι εκλογές και πρόσεχε. Φεύγω, τώρα, μόλις προχθές με κάλεσαν πάλι στην ασφάλεια. ‘Γνωρίζουμε ότι δεν έχετε συνετισθεί, κυρία Β.,  σας παρακολουθούμε και εσάς και το σπίτι σας, ας έχετε χάρη που η οικογένειά σας και ο σύζυγος σας, αν και ομοϊδεάτης σας, χαίρουν γενικότερης εκτιμήσεως της κοινωνίας’, μου είπε ο ηλίθιος ο ασφαλίτης»,ψιθύρισε η Β, «είχαμε κόσμο χθες βράδυ σπίτι, και έναν Βουλευτή της ΕΔΑ και μάλλον για συλλήψεις και σκοτεινές δυνάμεις  λέγανε παρά για αμνηστία» πρόσθεσε  και έφυγε βιαστικά όπως ήρθε. Τα μάτια της έκαιγαν...

Έκλεισε το τετράδιο και έγυρε πίσω το κεφάλι της.Τα μάτια της ήδη τα θάμπωναν τα δάκρυα.Είχε πέσει πια το σούρουπο και οι σκιές του Γ και της Β χόρευαν στο ταβάνι. 
Έκλεισα εντελώς την τηλεόραση και τους καληνύχτισα γλυκά.
                                                                                      
 [αφιερώνεται στη μητέρα μου Ειρήνη Σαράτση]

                                          

[Μανδραγόρας τευχος 44 , 2011]


Tεύχος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1962)
1Όπως είναι γνωστό, μετά τον εμφύλιο, λόγω  του «Πιστοποιητικού Κοινωνικών Φρονημάτων» πολλοί αγωνιστές της αριστεράς  στράφηκαν προς «λαϊκότερα» επαγγέλματα αφού δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα πραγματικά τους. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν κρατικό έγγραφο το οποίο εκδιδόταν από μία αρμόδια αρχή (Στρατός, Ασφάλεια) που βεβαίωνε ότι κάποιος πολίτης δεν ήταν κομμουνιστής, ούτε «συμπαθών». Μέσω των Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων αποκλείστηκαν από ολόκληρο το δημόσιο τομέα και από μεγάλο μέρος του ιδιωτικού (π.χ την εκπαίδευση), όχι μόνον όσοι είχαν χαρακτηριστεί από τις αρχές ως κομμουνιστές, οι ίδιοι ή μέλη της ευρύτερης οικογενείας τους, αλλά και όσοι εμφορούνταν από φιλελεύθερες ιδέες. Ο Γ. ήταν φιλόλογος.
2Στις βουλευτικές εκλογές της 11ης Μαϊου 1958, η ΕΔΑ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα με ποσοστό 24.42% και 79 έδρες.

Οι Νυχτερίδες Βαμπίρ και η Γέννηση της Αφροδίτης



Σάντρο Μποτιτσέλι, La Nascita di Venere (1485)
"…Κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα η εκτεταμένη δημοσιογραφική κάλυψη του πολιτικού γίγνεσθαι κυριολεκτικά εξαφανίσθηκε από τις ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες ( της Μ. Βρετανίας). Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι ο απο-πολιτικοποιημένος Τύπος ο οποίος προέκυψε υπέθαλψε και υποθάλπει τις προσεγγίσεις "δραπέτευσης" από την πραγματικότητα, οι οποίες εν τέλει απλά ενισχύουν και ισχυροποιούν το κατεστημένο. ..Ειδικότερα στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, οι δυο εφημερίδες του Μέρντοχ( Sun και Νews of the World) εισήγαγαν ένα ποιοτικά χαμηλότερο είδος δημοσιογραφίας. Για να αυξήσουν την κυκλοφορία προσέφυγαν στην τακτική του «βιβλιαρίου επιταγών», δηλαδή στην αγορά αποκλειστικών ιστοριών από μάλλον ενοχλητικές πηγές. Για παράδειγμα, λέγεται ότι η σύζυγος του διαβόητου κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου, γνωστού ως «μαχαιροβγάλτη του Γιόρκσαϊρ» εισέπραξε περισσότερα για τη δημοσίευση της ιστορίας της από όσα εισέπραξαν οι οικογένειες των θυμάτων του  δολοφόνου συζύγου της ως αποζημιώσεις…"
The United Kingdom Press, Media, TV, Radio, Newspapers - newspaper, television, news, circulation, stations, papers, number, print, freedom, mass media, onlinehttp://www.pressreference.com/
    
    Την Στέλλα, την ελληνίδα εβραία φίλη μας τη θυμάμαι συχνά: τα «χριστουγεννιάτικα» καστανά της μάτια και το λευκό της χέρι σημαδεμένο βάρβαρα με τη σφραγίδα του Άουσβιτς. Είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να διηγείται ιστορίες, σε μένα τη μικρούλα χριστιανή, μου έμαθε όλα τα παραμύθια του Περώ και του Άντερσεν. Έλεγε πάντα ότι οι λέξεις είναι ζωντανές: μπορούν να απογειώνονται, να προσγειώνονται και να αρμενίζουν στο πέλαγος.Μου διηγήθηκε και την ιστορία της επιτομής της γλυκύτητας. της νεαρής  Σιμονέττας, του «μοντέλου» του Σάντρο Μποτιτσέλι στη «Γέννηση της Αφροδίτης».

Διηγόταν ποιητικά και όμως έλεγε απλά και απέριττα την ιστορία. Οι λέξεις είναι σαν τη θάλασσα, μου έλεγε τα χειμωνιάτικα βράδια, τις λέξεις δεν πρέπει να τις φοβάσαι, πρέπει να τις σέβεσαι….
   Οι λέξεις είναι ζωντανές, πληγώνονται. Η αλήθεια είναι ζωντανή, πληγώνεται.
     Το τέρας το είδαμε να γεννιέται, να ανδρώνεται, να ενηλικιώνεται, να θεριεύει. Και όμως το ανεχθήκαμε. Με αποστροφή, αλλά το ανεχθήκαμε. Και όπως τα περισσότερα πράγματα στη μικρή μας χώρα που νομίζει πως είναι ακόμη ο ομφαλός του κόσμου, είχε μια μορφή καρικατούρας. Παρωδίας. Παραφθοράς. Κανένα όμως τέρας δεν μπορεί να ανδρωθεί και να ενηλικιωθεί αν δεν καλύπτει άναρχα ίσως, ως καρικατούρα ίσως, αισχρά και χυδαία ίσως, ένα κενό. Καλλιεργεί τα χειρότερα, βρίσκει ως παράσιτο τροφή παντού, γιγαντώνεται- αλλά σε ποιο ζωτικό χώρο; Ποιος του τον παρέχει;  Αυτοφυής τερατογένεση είναι;
    Αντισημίτες,  ομοφοβικοί,   χουντοφασιστοειδείς,  νυχτερίδες βαμπίρ. Αλλά ποιος τους προμηθεύει το αίμα που πίνουν; Ποιος ακονίζει τα δοντάκια τους; 


                                  Τιτίκα-Μαρία Σαράτση, ΑΥΓΗ 18.08.2010
                                      
  





                                                        

Γιατί "γυρίζουμε" στους κλασσικούς;

Γιατί «γυρίζουμε» στους κλασσικούς;
Δημοσιευμένο 05/07/2010 Αταξινόμητα Leave a Comment

“…Όλα έχουν ανατραπεί και μόλις τώρα μορφοποιούνται” Ο Κονσταντίν Λιέβιν στην Άννα Καρένινα του Λέοντος Τολστόϊ

Λυπάμαι που αφιερώνω αυτό το βιβλίο σε ένα μεγάλο. Αυτός ο μεγάλος όμως είναι τώρα στη Γαλλία. Πεινάει και κρυώνει. Στον Leon Werth λοιπόν, όταν ήταν μικρό παιδί”
Ο Αντουάν ντε Σαιν Εξυπερύ στην αφιέρωση στο Μικρό Πρίγκιπα


“Αποκηρύσσω όλα μου τα προηγούμενα βιβλία, τα έγραψα όλα στην Άννα Καρένινα και δεν υπάρχει πια τίποτα να γράψω”, δήλωσε ο Λέον Τοστόι όταν τέλειωσε την Άννα Καρένινα ( 1873-1877). Από όλα του τα πορτρέτα προτιμώ αυτή τη φωτογραφία:
Δεν προσπάθησα ποτέ να μάθω τις λεπτομέρειές της. Τα παιδιά τον κοιτάζουν στα μάτια, τα έχει απορροφήσει το βλέμμα του και σίγουρα η φωνή του, και τα χέρια του, προσπαθώ να φαντασθώ την σκηνή, μου αρέσει που η φούστα της μικρούλας ακουμπάει ανέμελα το «καλό σακάκι» του αγοριού. Μου αρέσει να πιστεύω πως είναι Κυριακή. Εν τη ευρεία εννοία.
Γιατί γυρίζουμε στους κλασσικούς; Και δεν εννοώ τους κλασσικούς του 18ου και του 19ου αιώνα μόνο, γιατί γυρίζουμε στους «κλασσικούς» όλων των εποχών; Γιατί γυρίζουμε στον Χάξλεϊ, στον Όργουελ, στον Στάινμπεκ; Γιατί γυρίζουμε στους Long Distance Runners όλων των εποχών; Γιατί η πανέμορφη, πάλλουσα και εγκλωβισμένη Άννα που αγνοεί όλη την καλή κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης και αφήνεται στη ζωή και στον έρωτά της για τον κόμη Βρόνσκι και στην αυτοκαταστροφή της μας συγκινεί όσο και η Φαντίνα και ο κύριος Κ του Κάφκα; Γιατί ξαναδιαβάζουμε τα Γράμματα στη Μιλένα όσο και το Κεφάλαιο; Γιατί αναρριγώ στην ιδέα  ότι το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν της Σταδίου, δηλαδή ένα από τα παράθυρά μου στον κόσμο, είναι ήδη παρελθόν…Γιατί θυμάμαι το “Και οι κουκουβάγιες κλαίνε του Αρσακείου, έφυγε η Εστία από τη Σταδίου”. Γιατί αναρωτιόμαστε αν ο Ντίκενς θα μπορούσε να είναι μαρξιστής; Γιατί στοιχειωνόμαστε πάλι από την εκτέλεση του Λόρκα όταν ήτανε 5 σε όλα τα ρολόγια;
Ίσως γιατί τώρα που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο έρωτας έγινε σεξ μόνο, λες και το «σεξ» δεν είναι υπαρξιακό, το πιο υπαρξιακό από όλα, τώρα που η τηλεόραση περιόρισε στο ελάχιστο τις λέξεις της πλουσιότερης γλώσσας του κόσμου, τώρα που η βαρβαρότητα του καταρρέοντος συστήματος , οι απολύσεις και το part time καταστρέφουν ζωές και κόβουν φτερά, -παρά τις διακηρύξεις για το αντίθετο- τα ζωτικά ερωτήματα επανέρχονται.και αναζητάμε αγωνιωδώς τις απαντήσεις.
"Έργα σαν αυτό θα έχουν νόημα όσο υπάρχει πείνα και δυστυχία", έγραψε ο Βικτόρ Ουγκώ για τους Αθλίους . "Σε τι χρησιμεύουν τα βιβλία σου;" ρωτάει ο Αλέξης Ζορμπάς το «συγγραφέα» του Καζαντζάκη. "Σε τι χρησιμεύουν τα βιβλία αν δεν μπορούν να μας δώσουν τις απαντήσεις;"
"Γιατί σκέπτομαι άρα υπάρχω", απαντά ο Πιέρ στο "Πόλεμος και Ειρήνη". Μετά από αγωνιώδεις αναζητήσεις, διαψεύσεις, αποτυχίες, θανάτους, επώδυνους αποχαιρετισμούς θα βρεί το δρόμο προς το μέλλον.Ίσως μόνος,ίσως όχι.Όπως το "διαβάσει" κανείς!!!



Για το φίλο και δάσκαλό μου Ανδρέα Μπελεζίνη


                                                        
Η Αρόη*, τα Εξάρχεια και το Πήλιο:
Όταν  ο Γρηγόριος Μαρασλής  «συνάντησε» τον Ιωάννη Κωλέττη:

 
                                                Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
Η Αγρύπνια της Αφροδίτης  
                                                                 Από το παράθυρο φαινόταν η οδός Μαρασλή. Όμως τα παράθυρα ήταν σχετικά ψηλά -έτσι δεν μπορούσες να δεις έξω παρά αν σηκωνόσουν από το θρανίο-, άσε που αυτή τη χρονιά το κυριότερο παράθυρο της αίθουσας βρισκόταν πίσω της και δεν μπορούσε να γυρίσει…
                                                           Τ.Μ.Σ. Down you Masters of War!, 21.04.2010
          Για το δάσκαλο και φίλο μου Ανδρέα Μπελεζίνη  (28.10.1929-19.01.2011)
      Βρέχει από το πρωί και κοιτάζω στα κλεφτά την οδό Μαρασλή. Φέτος το παράθυρο είναι πίσω μου. Η βροχή παίζει μιαν αόριστη μουσική στο παράθυρο. Αυτός ο ήχος είναι η μόνη μου παρηγοριά: η φιλόλογος αγορεύει πάλι στην έδρα. Words, words, words. Στο πλαϊνό θρανίο η  Χαρίκλεια σχεδιάζει ανθρωπάκια στο τετράδιο της γεωμετρίας. Θα περάσει όμως η ώρα, venceremos, θα περάσει… .θα πάμε περπατώντας ως τα Εξάρχεια, κοντά είναι, και εκεί στην Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής  θα χωριστούμε, εγώ θα πάω προς στην Κωλέττη…και στον ήλιο του απογεύματος.
«Τη Στέλλα, την Ελληνίδα εβραία φίλη μας τη θυμάμαι συχνά: τα «χριστουγεννιάτικα» καστανά της μάτια και το λευκό της χέρι σημαδεμένο βάρβαρα με τη σφραγίδa του Άουσβιτς… Έλεγε πάντα ότι οι λέξεις είναι ζωντανές: μπορούν να απογειώνονται, να προσγειώνονται και να αρμενίζουν στο πέλαγος. ..»
Ο  Ανδρέας Μπελεζίνης  επετέλεσε θεάρεστο έργο και  συνέχισε το έργο της Στέλλας. Του οφείλω σχεδόν τα πάντα. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην ακρογιαλιά όπου μου έδειξε τη θάλασσα: «Αυτό είναι το καραβάκι σου» μου επαναλάμβανε και μου έδειχνε τα κύματα. «Εσύ μεγάλωσες στο Πήλιο. Το βουνό κατεβαίνει ως τη θάλασσα: το κυματάκι σκάει απαλά στα βότσαλα. Εκεί στα βαθειά νερά βρίσκεται…» σταματούσε και μου χαμογελούσε σιωπηλά. Βλέπεις, Νίκο, ο στόμφος του ήταν μόνο μια τεχνική.
Δεν τον ρώτησα ποτέ τι βρίσκεται στα βαθιά, ούτε στα ρηχά. Ήξερα καλά- γιατί με είχε διδάξει- τι σημαίνει το «όλον». Από 16 χρονών το έμαθα. Το «όλον» δεν ήταν αυτά που μας δίδασκε. Δεν ήταν ο Σολωμός , ο Ευριπίδης , ο Αισχύλος, δεν ήταν ο Έζρα, δεν ήταν ο Εμπειρίκος, δεν ήταν ο Μπρετόν. Το «όλον» ήταν η ζωή, οι στιγμές, οι ανθρώπινες φλέβες, ο παλμός που είχαν διαποτίσει αυτή τη γνώση. Η Ελλάδα και ο ελληνικός Καβάφης που χαμογελά στο Καφενείο και παραδίδεται παλλόμενος στη «φθορά».  Η βουβή απελπισία και τα δάκρυα της λύτρωσης μετά την ηδονή. Το «όλον» ήταν ότι ο Ανδρέας ήταν αυτό, αυτά που δίδασκε.  Η επιγραμματικότητα του. Η αντιπάθειά του προς τις συμβατικότητες. Η λαχτάρα του για το «νέον». Ήταν η αγάπη του για την Πανέμορφη Κατερίνα, την Υπέροχη Άννα. Ήταν η αγωνία του αν είναι καλός Πατέρας. Ήταν ο βουβός θυμός του για τη μιζέρια των διανοουμένων. Για τη γλώσσα και το δράμα του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Που η πατρίδα μας ζει σε επανάληψη ανά τους αιώνες. Η αγωνία του για τη γλώσσα και τη χώρα. Ήταν τα βουβά δάκρυά του για την νεαρή Αλίκη Τσουκαλά, οι ώρες του στα Προσφυγικά του Ιλισού μετά την εκτέλεσή της , πριν τα σπιτάκια τα καλύψoυν το Hilton και η Εθνική Πινακοθήκη.  Δεν χαθήκαμε ποτέ. Συνυπήρχαμε εν σιγή και εν ομιλία, όπως οι παλαιοί διδάσκαλοι με τους μαθητές τους  Αξιωθήκαμε μια τέτοια πόλη. Περπατήσαμε στους δρόμους της, σκοντάψαμε, πέσαμε. Λαμπύρισαν οι κόκκοι της σκόνης του δρόμου στα ρούχα μας και σηκωθήκαμε γελώντας σε  «μιαν αίθουσα διδασκαλίας» για να παραφράσω τον Β. Βασιλικό, «που μπορεί να γίνει μεγάλη σαν τον κόσμο ή μικρή σαν μια παλάμη». Χορέψαμε ως το πρωί μαζί με τον Πέτρο, την Έπη, την Εύα, την Ελένη. Ξενυχτήσαμε στου Κιτσίνη στην Καισαριανή μαζί με την κεχαριτωμένη Κατερίνα, μεθύσαμε και μετά κατηφορίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην Ομόνοια, δροσεροί σαν νεογέννητα βρέφη.
Πώς δίδασκε ο Ανδρέας; Τι γινόταν… Τι γινόταν!
Το κηπάκι του Ευαγγελισμού κατέβαινε τότε στην Κωλέττη. To what might have been γινόταν has been. Οι βιολέτες και οι πικροδάφνες της Μαρασλή σκαρφάλωναν στα σκαλάκια του φροντιστηρίου της Κωλέττη, έμπλεκαν στα υποδήματα του Ντηλ που συνέλεγε με αγάπη και υπομονή τα Fragmenta Presocratica. Ο Κάρολος σήκωνε έκθαμβος το κεφάλι κοιτώντας την Αφροδίτη-Σιμονέτα που γεννιόταν στην Κύπρο και ανάσαινε το κόκκινο γαρύφαλλο του Νίκου Μπελογιάνη. Η Έμη του Τσίρκα αναστέναζε. Στην Ιερουσαλήμ. Ατένιζε σιωπηλά τα Θεωνύμια του Μάριου Σπηλιόπουλου, του Συμεών και του Θεόδωρου Λάσκαρι. Από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου μας χαμογελούσαν γλυκά ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού και η Τερέζα της Άβιλα. Μετά νύχτωνε και ο Έζρα  διόρθωνε τον Θωμά Έλιοτ και ο Ελυάρ χαμογελούσε στον Κατσίμπαλη που μαζί με τον Μίλερ και τον Ντάρρελ έπιναν το ουζάκι τους στο καφενείο της γωνίας : ήταν βιαστικοί, μαζί με τον Ανδρέα Μπελεζίνη είχαν να  περάσουν πρώτα από του Ψυρρή, να πάρουν από του Μάνθου το κρασάκι, να συναντήσουν τον Παπαδιαμάντη και τον Μπάιρον αγκαλιά με την Τερέζα Μακρή, τη Φραγκίσκα Φραίζερ και το Διονύσιο, τον Νίκο Φωκά και το Σωκράτη Σκαρτσή, την Ιουστίνη και τη Μελίσσα, πριν να ανηφορίσουν όλοι μαζί  στην Ακρόπολη για να ακούσουν τα κοκόρια της Αττικής  σιγοπίνοντας νωχελικά τον οίνο τους και να ψάλουν με τον Εμπειρίκο, την Αλόη και την Αγγελική το αιώνιο άσμα:  Cras amet  qui Numquam Amavit  ή Ο Αγρός της Ηδονής μας, αγαπημένη μου, δεν εφευρέθη ακόμη…
                           Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
                                                [ «Μανδραγόρας» Περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, τεύχος 44, Φεβρουάριος 2011]
*Αρόη , προάστιο της Πάτρας όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Ανδρέας Μπελεζίνης
                  [1] Per Vigilium Veneris (  Αγρύπνια της Αφροδίτης)
Cras Amet qui numquam amavit
Quique amavit cras amet
«Aύριο ας αγαπήσει όποιος δεν ποτέ του δεν αγάπησε,
 κι όποιος αγάπησε, αύριο ας αγαπήσει,
Άνοιξη νέα ζωή, Άνοιξη αρμονική, ο κύκλος ξαναρχίζει
Aληθινά  ενώνονται οι εραστές, αληθινά νυμφεύονται τ’ αντίθετα
και το άλσος ανοίγει το φύλλωμά του με τις γόνιμες βροχές”

Pervigilium Veneris (Αγρυπνία της Αφροδίτης)
Ανώνυμος Λατίνος ποιητής ( 4ος αι.).
Βλέπε και Γ Σεφέρη, «Κίχλη» : Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως
 Σημείωση της αρθρογράφου: Όλα τα  μη "επώνυμα"πρόσωπα του κειμένου τα οποία αναφέρονται με τα μικρά τους ονόματα είναι πρόσωπα πραγματικά.