Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga? *

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga? *

Είχε μια εμμονή με το δρομάκι του Ψυρρή. Θες επειδή ήταν κάποτε η καρδιά της πόλης, θες από το θαυμασμό στον Μιχαήλ Μητσάκη και τα «Θεάματα του Ψυρρή», θες επειδή κάτι πάντα την έκανε να «επιστρέφει» στα μέρη που κάποτε έσφυζαν από ζωή και τώρα είναι απλώς ασυνάρτητοι χώροι «διασκέδασης». Είναι αυτό που γράφει ο Γ. Σεφέρης που πάντα τη «συνοδεύει»:
Το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ΄σβησε σαν το μικρό λυχνάρι/Πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια /κι έπειτα απόμειναν τόποι βοσκής για τις γκαμούζες/χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.**
Μάλιστα στο νου και στην καρδιά της το κρατίδιο της Κομμαγηνής βαδίζει χέρι-χέρι με το βασιλιά της Ασίνης και του αγγίζει τον ώμο.
Ovi_greece_0516_0101aΚι αυτόν το Μάη το αποφάσισε. «Θα βαδίσω αργά, με βασιλική αργότητα, αδιαφορώντας για τα βλέμματα, θα προσπαθήσω να βυθιστώ στα βλέμματα αγέρωχα, σαν θηλυκό αλογάκι που κοιτάει μπροστά αλλά βλέπει και πλάγια». Βράδυ και τα φώτα άναψαν. Εν τη ευρεία εννοία. «Εδώ είναι το δρομάκι που ψάχνετε», της λέει ο οδηγός του ταξί.» Είναι γεμάτο ταβέρνες και καφενεία, μπορείτε να καθίσετε»…… Του είχε μιλήσει πριν λίγο για τον Μητσάκη. Για κάποιον λόγο ο οδηγός με το τσιγάρο αναμμένο, (της έδωσε ένα και εκείνης και κάπνιζαν αμφότεροι στη διαδρομή αγνοώντας το νόμο και την κάπνα) ψιθύρισε: «σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή….» τον σιγοτραγούδησε κιόλας το στίχο του Σαββόπουλου, και να, μαγικά, μια μοδιστρούλα στο πεζοδρόμιο έραβε το στρίφωμα μιας κούκλας πορσελάνινης, πιο πλάι η μαντάμ Κάουφμανν στο πιλοποιείο της ψιθύριζε «Θα κάνουμε το φινίρισμα με σατέν, βαθύ τυρκουάζ να αναδεικνύει τα μάτια σας» – «μα δεν έχω γαλάζια μάτια» τόλμησα να απαντήσω – «μαντάμ, σας λέω θα τονίσει τα μάτια σας», πιο πέρα το πιτσιρίκι διαλαλούσε «εφηημεριιιιίδες», όλα τα τελευταία νέα, γεγονότα, γεγονότα, εφημερίδες» και ο μαστρο Πέτρος κουβαλούσε τα δέματα απ΄ το βυρσοδεψείο για τις ζώνες και τα καλούπια, και έπαιζε και το γραμμόφωνο το «Που νάσαι αλήθεια το βράδυ αυτό» με τη Δανάη……
[*] Σενέκας, «Ηρακλής Μαινόμενος, Πράξη 5η, στ.1138: «Ποιός είναι αυτός ο τόπος, ποιό βασίλειο, ποιά του κόσμου ακτή;»
[**] Γ. Σεφέρης, «Τελευταίος Σταθμός»
https://www.youtube.com/watch?v=u_49zgOVifY

To κοριτσάκι του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα

Η Τζουλιάνα στη βιομηχανική ζώνη της Ραβέννας .Μετά την αποτυχία της επαφής με τον Κοράντο. Η εικονογράφηση της αποξένωσης. Μιλάει με ένα ναυτικό που επαναλαμβάνει « Ι love you” με απροσδιόριστη προφορά. Και η Τζουλιάνα λέει « αν με τσιμπήσω δεν θα πονέσετε εσείς, όχι;» Δηλαδή αν πονέσω εγώ εσείς δεν θα πονέσετε, όχι;» Αχ προφήτη Μικελάντζελο Αντονιόνι. Πονάω εγώ- πονώ μόνη. Πονάς εσύ; Πονάς μόνος.
Και έχεις μετά τον D.H.Lawerence να σου μιλάει για το «perfect one».One, σύμφωνοι. Αλλά perfect?
Περπατάει αργά στην Πανεπιστημίου. Πονούν τα γόνατά της με έναν πόνο απροσδιόριστο, οξύ και βαθύ. Αριστερά της ο Zonar’s, δεξιά της το σπίτι του Σλήμαν .Έργο του Τσίλλερ και Νομισματικό Μουσείο σήμερα. Περπατάει αργά με τσάντες του Άττικα να την τριγυρίζουν και ξαπλωμένους άστεγους να την καρφώνουν με κείνο το βλέμμα το απλανές και πονεμένο.  Αφήνεται να παρασυρθεί. Να παρασυρθεί στα βλέμματα. Είναι η Τζουλιάνα στη διώρυγα της Ραβέννας. Ο ναυτικός είναι όλοι οι υπόλοιποι. Ο Στρατής της μιλάει. Της ψιθυρίζει και ο Μάνος Σιμωνίδης. Η Έμη της αναστατώνει τα μαλλιά και η Νάνσυ την ψυχή. Φυσάει εκείνο το απαλό αεράκι της Αττικής που καταφέρνει και τρυπώνει παντού. Πέθανε ο Φληβάς ο Φοίνικας, είναι 15 μέρες τώρα νεκρός.Phlebas the Phoenician a fortnight dead. Forgot the cry of gulls and the deep sea swell.And the profit and the loss.Ενώ σ’ εμάς έμεινε μόνο το loss. Πίσω απότο χρυσό υφάδι του Αττικού ουρανού υπάρχει το τρομακτικό μαύρο. Όλοι είμαστε παιχνίδια αυτού του μαύρου, της ψιθυρίζει ο Γιώργος Σεφέρης. Έλα, περπάτα τώρα με τα πονεμένα σου γόνατα στη «λίγη Ελλάδα που μας απόμεινε» της λέει το αεράκι και ο Οδυσσέας Ελύτης. Ω, πικρή ηδονή, της λέει ψιθυριστά ο Ναμπόκοβ. Ω γλυκό αεράκι του Δον, της μουρμουρίζει ο Σολόχοβ. Την απορροφά η Τζουλιάνα. Τη ρουφάει μέσα της. Στην κυριολεξία.Το λεπτό κορμί της το απορροφά η Μόνικα Βίτι. Και έτσι φθάνει στην Κοραή την πάλαι ποτέ ακμάζουσα. Κάθισε Λιλίκα στο μπαλκόνι, πάρε το γατάκι σου κοντά και το καλαθάκι με τη γιρλάντα πούχεις στην ποδιά σου και κεντάς.Γεια σας περβόλια γειά σας ρεματιές.Δεν είμαι πια η Ελοϊζ, είμαι η Τζουλιάνα στη διώρυγα. Και η Έμη βοηθάει τη Νάνσυ να μου σηκώσουν τα μαλλιά ψηλά……Vivre sa vie. Γειά σου Ζαν-Λυκ. Το κοριτσάκι του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα σε χαιρετάει. Από μακριά….

Αναφορές:  Deserto Rosso, M. Antonioni 1964
                     D.H.Lawrence: Women in Love
                   Στρατή Τσίρκα: Ακυβέρνητες Πολιτείες
                   Γ. Σεφέρη:Δοκιμές
                    Θωμά Έλιοτ:Φληβάς ο Φοίνικας (Η Έρημη Χώρα)
                    Βλαντιμίρ Ναμπόκοβ: Lolita
                   Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σολόχοβ: O ήρεμος Δον
                   Ζαν Λυκ Γκοντάρ:Αρσενικό-Θηλυκό, Vivre sa Vie
                    Οδ.Ελύτη: Του μικρού βοριά
                  …..και η Ελοϊζ που την κυνηγά το όνομά της.