Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Η Dogana

Η Μόνικα Βίττι στην "Κόκκινη Έρημο" (1964) του Μικελάντζελο Αντονιόνι
   Πότε ήταν που ψαλιδίστηκαν τα φτερά της; Προσπαθούσε να εντοπίσει τη στιγμή, την ώρα, τη μέρα. Δεν ήθελε ίσως να παραδεχθεί πως ήταν ένα σύνολο στιγμών, ωρών, ημερών. Ολόκληρη σειρά από στιγμές οδυνηρές όταν καταλαβαίνεις ότι είσαι the perfect one, δηλαδή όχι τέλεια αλλά μόνη και ότι έχεις ολόκληρες συνομιλίες μέσα σου που ποτέ δεν θα κάνεις γιατί οι άλλοι νομίζουν πως έχουν άπειρο χρόνο, ενώ εσύ ξέρεις πως ο καιρός δεν είναι ποτέ αρκετός, ποτέ, ποτέ…Τον/την κοιτάζεις στα μάτια, μισοκλείνεις τα δικά σου και γέρνεις το κεφάλι σου προς τα πίσω μήπως και τον/την προβληματίσεις αλλά δεν αρθρώνεις τη μοιραία λέξη. Σκέπτεσαι τη γκραβούρα που ανακάλυψες στο Εθνικό  Ιστορικό Μουσείο  στη Σταδίου με το τελωνείο του Πειραιά το 19ο αιώνα, Η Dogana και η λέξη σου ηχεί σαν δόκανο, σαν παγίδα όπου εγκλωβίστηκες, όπου εγκλωβιστήκαμε όλοι μαζί ενώ ξεκινήσαμε για έναν κόσμο χωρίς τελωνεία…Έπειτα σκέπτεσαι πως ποτέ δεν ήσουν μια, ήσουνα και η Έμη και τόσες άλλες όσο ήσουν και το κοριτσάκι του Ουγκώ. Συνειδητοποιείς για μια ακόμη μια φορά ότι ποτέ η γιαγιά η Μαριγώ δεν θα σου πεί τον καϋμό της αφού δεν πρόλαβες να την γνωρίσεις, ούτε καν η θεία σου η Αγάπη, ούτε η θεία σου η Τιτίκα. Και θυμώνεις και βουρκώνεις γιατί όλοι αυτοί οι τωρινοί δεν ξέρουν πόσο λίγο χρόνο έχουν. Και παίρνεις αγκαλιά τη Λιβελούλα και πάτε στο μικρό περιβόλι και της ψιθυρίζεις τα ονόματα των φυτών και των λουλουδιών, γεράνι, μάραθος, ορτανσία, ρόδο-γιατί αυτή η μικρούλα είναι το μέλλον το φωτεινό- ενώ στ΄αυτιά σου σαν μακρινός απόηχος ακούγονται οι καμπανούλες του Θεσσαλικού κάμπου καθώς γέρνουν τα κεφαλάκια τους με το σούρουπο.