Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ο Ύπνος της Εγρήγορσης




      Βρισκόταν σε μια κατάσταση περίεργου ύπνου, σχεδόν λήθαργου. Οι ειδήσεις την έφταναν με τη μορφή εφιάλτη και οι «ευχάριστες»  σαν λάμψεις μέσα στο σκοτάδι. Μια βαθύτερη αναπνοή. Μια ανάσα χωρίς να κόβεται απότομα. Μέσα στον ύπνο την έφταναν και οι αναλύσεις. Λόγια, λόγια, λόγια. Διάσπαρτες εικόνες από τα «Σφραγισμένα χείλη»,  από το Ανθρωπάκι του Τσίρκα και το Μάνο Σιμωνίδη χαμένο στα σοκάκια του Καϊρου. Και η λύση, η έξοδος να είναι μια μικρή πορτούλα όμοια σαν τόσες άλλες. Μέσα στον ύπνο της σηκωνόταν και κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Πέρα από τα κουρασμένα μάτια της καμιά αλλαγή. Και η κούραση κι αυτή αλλόκοτη. Σαν να είχε κοιτάξει πολλή ώρα το λαμπύρισμα της θάλασσας καταμεσήμερο στο Αιγαίο με μισοκλεισμένα βλέφαρα..Αν δεν πάρουν γρήγορα τα όνειρα εκδίκηση κατά Ελύτη θα χαθούμε, ψιθυρίζει και ξαναβυθίζεται με το ίσιο βλέμμα του Παύλου Φύσσα «σε δημόσια θέα» σταθερή κατεύθυνση στα κλειστά της μάτια.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

"Τίποτα Δύο Φορές" ,Βισλάβα Σιμπόρσκα


 "Τίποτα δύο φορές"
Τίποτα δεν μπορεί ποτέ να συμβεί δύο φορές./
Αποτέλεσμα, το θλιβερό γεγονός/
ότι φτάνουμε εδώ απροετοίμαστοι/
και φεύγουμε χωρίς την δυνατότητα ν' αποχτήσουμε πείρα./
Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας περισσότερο αδαής/
κι αν είσαι ο χειρότερος μαθητής του πλανήτη,/
δεν μπορείς να επαναλάβεις την τάξη το καλοκαίρι:/
αυτή η σειρά των μαθημάτων προσφέρεται μόνο    μια φορά../
                                                                      Καμιά μέρα δεν αντιγράφει την προηγούμενη,/
                                                                      δυο νύχτες δεν θα διδάξουν τι είναι ευδαιμονία/
                                                                      με τον ίδιο τρόπο επακριβώς,/
                                                                             και ούτε ακριβώς με τα ίδια φιλιά

                                                              Wisława Szymborska(1923-2012)
                                                     ( μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Δωδώνη 2006 )

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

"I taste a liquor never brewed from Tankards scooped in Pearl"*.


                                                                \        

Τα Βραχιολάκια της Αννίκας
Απομεσήμερο

             

                                                                 
    Τον στίχο της Ντίκινσον τον καταλάβαινε καλά."Δοκιμάζω ένα κρασί που ποτέ δεν φτιάχθηκε, μέσα από τάσι στα μαργαριτάρια βαπτισμένο "... « Είναι που ξέρω τη γλώσσα χωρίς το αλφάβητο», ψιθύρισε, «αυτό είναι». Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βρει λίγη δροσιά στα μαξιλάρια. Αισθανόταν μουδιασμένη,έκαιγε λες από πυρετό, αλλά σηκώθηκε και πήγε προς το νησιώτικο κομό. Πάνω στο μάρμαρο τα κεριά που έκαιγαν κάθε βράδυ μπροστά στην Εικόνα της Αποκάλυψης. Της την είχε φέρει η Ε. από την Πάτμο. Από το παράθυρο έμπαινε η μυρωδιά  από τα αποκαΐδια, ανεπαίσθητα, «στα βόρεια θα είναι χειρότερα» σκέφθηκε,  ο ουρανός ήταν μπουκωμένος και θαμπός από τον καπνό, από τη φωτιά που έκαιγε από τη νύχτα. Ακούμπησε τα δάκτυλά της στο μάρμαρο, «Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτὴ βλεπτέον: τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη» είπε δυνατά κοιτώντας το είδωλό της. «Τι μάστορας, σκάλισε τα ρόδα στην καρυδιά, Άραγε τι χρώμα  είχαν τα μάτια του;».
  Σε ένα χωριό πλάι στο Νείλο, ήταν, έτσι ήταν στο βιβλίο με το γαλάζιο εξώφυλλο και τα καραβάκια αχνά στο βάθος με τα πανιά ανοιχτά, "Πάνω στο μεγάλο δρόμο", της Ιουλίας Δαβάρα,, εκεί ήταν η Αννίκα και τα βραχιολάκια της.Χρειάστηκε να της τα κόψουν τα βραχιολάκια, να τα δώσουν για χρέη όταν χάθηκαν όλα στη μπούρσα, στο χρηματιστήριο.Από όλες τις ηρωίδες του βιβλίου τη συγκινούσε η μικρή Αννίκα. Δεν άνοιγαν, δεν έκλειναν. Κρίκοι μασσίφ, στα μελαχροινά της χεράκια, και κουδούνιζαν σε κάθε της κίνηση. Ελληνίδα, όχι Αιγύπτια. Μέλαινα όμως και αυτή και Καλή.Στο βιβλίο. Ήσουνα δεν ήσουνα 8 χρονών όταν το διάβασες. Και απορούσαν όλοι που διάβαζες αυτό το βιβλίο, όχι και τόσο «παιδικό». Και πως σου άρεσε και να χορεύεις ταυτόχρονα και κρατώντας το βιβλίο στο ένα σου χέρι στροβιλιζόσουν στον κήπο και σαν να σε οδηγούσε ένα αόρατο χέρι πηδούσες πάνω στην αχλαδιά, στο Τ που σχημάτιζαν τα 3 κλαδιά της τα χαμηλά για να συνεχίσεις την ανάγνωση.»Τη φλόγα τη γιατρεύει η άλλη φλόγα», συνέχισε. Ας πούμε, ένα σύμφωνο του αλφάβητου είναι τα βραχιολάκια της Αννίκας. Ένα φωνήεν είναι η Μικρή Αρετή.Ένα άλλο φωνήεν είναι το «΄Εχεις ευθύνη για όποιον εξημερώνεις»….-Μου χρειάζεται κάτι σαν…..τη στήλη της Ροζέττης,...Να συγκρίνω αυτή τη γλώσσα με τις άλλες, να βρω τη μετάφραση. Μπα δεν γίνεται», συνέχισε μονολογώντας, "αυτή η γλώσσα έχει ηχοχρώματα, δεν είναι σαν τις άλλες. Τι να τα κάνεις τα ιερογλυφικά…..πιο εύκολα οι άλλοι θα αποκρυπτογραφήσουν το δίσκο της Φαιστού από τη γλώσσα που μιλάς".
Αποκαΐδια  σαν αυτά που μύρισες στο «Ξενία». Στο μπαλκόνι με το Ινδικό μεταξωτό σου το κρεμ και τα ανθάκια να φτάνουν ως τη θάλασσα, να πλέκονται στο κύμα. Και η «Γαλήνη» του Σεφέρη να σε κοιτά κρυμμένη μέσα στον κισσό. Κίχλη. Ο κισσός είναι σίγουρα σύμφωνο! Ή σύμπλεγμα συμφώνων; «Μα πως μπορείς να έρχεσαι σε έναν τόπο που τον έζησες τόσο και ….»- Μα εγώ ψάχνω το αλφάβητο, θέλεις να του απαντήσεις, αλλά σωπαίνεις και του χαμογελάς. Είναι καιρός που σωπαίνεις. Γέρνεις το κεφάλι σου προς τα πίσω, μισοκλείνεις τα βλέφαρα και τους κοιτάζεις όλους αινιγματικά, σαν την Άννα Καρένινα λίγο πριν την καταστροφή.
Η πατρίδα μου καίγεται, η πατρίδα μου διαλύεται, και η αποκρυπτογράφηση αργεί, και αυτόν τον Ιούλιο, αυτόν τον Αύγουστο, αυτό τον Απρίλη κατάλαβα ότι δεν είναι αποκρυπτογράφηση, είναι και σύνθεση, όχι λοιπόν, δεν με ενδιαφέρει, δεν σκλήρυνα, έμεινα ευάλωτη, έτσι θέλω να είμαι σαν τη θάλασσα, να ηχώ και να αποσύρομαι, σαν τη άσβεστη φλόγα της Σαντορίνης του Μάριου, στα Θεωνύμια, αλλά και τον Αισχύλο, ναι, με τα πορφυρά χαλιά, ναι, με τα κόκκινα νύχια μου, ναι…..» -"Έστι Θάλασσα, Τις Δε Νυν Κατασβέσει¨, κόκκινα , κατακόκκινα, και είσαι ξαφνικά στις Μυκήνες, με τις σταγόνες να κυλάνε στο σώμα σου, και δεν μισοκλείνεις πια τα μάτια, και τινάζεις τα μαλλιά σου και τους ώμους σου και δεν σε νοιάζει, και ανακαλύπτεις ότι το φωνήεν- κλειδί είναι η αφή  και στροβιλίζεσαι τρέχοντας προς την αχλαδιά του παιδικού σου κήπου που δεν υπάρχει πια, με τα βραχιολάκια της Αννίκας και στα δύο σου χέρια, αλλά δεν είναι κρίκοι χρυσοί, γιατί είναι βραχιολάκια αλλά και δεν είναι μόνο βραχιολάκια,, είναι στιγμές, συνομιλίες, ηχοχρώματα, είναι μάνα του μαργαριταριού, τοπάζι, αχάτης, κεχριμπάρι, τυρκουάζ το λένε τώρα, καλλαϊτη το έλεγε ο Θεόφραστος, αιματίτης, αυτάκια της Αφροδίτης, λάβα της Σαντορίνης,δώρα από τη θάλασσα και από την καρδιά της πόλης που τόσο αγαπάς, και δεν τα βγάζεις ποτέ, ούτε όταν κοιμάσαι...
                                                                   
*First line of  the first stanza of the poem by Emily Dickinson

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Quis hic locus,quae regio,quae mundi plaga?





Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?[1]
Τερέζα Μακρή, Η Κόρη των Αθηνών,Ελαιογραφία Αγνώστου
                                                         
   Το όνομα του Εντγκάρ Κινέ ( Edgar Quinet) είναι, φοβάμαι πολύ λίγο γνωστό στην πλειοψηφία των νεοελλήνων. Αυτό δεν είναι παράξενο. Μια από τις νεοελληνικές παθογένειες είναι ότι γνωρίζουμε περισσότερο τα ονόματα αυτών που έθεσαν υπό αμφισβήτηση βασικά μας χαρακτηριστικά ( Φαλμεράιερ,Αμπού) παρά αυτούς που ανέδειξαν τα καλά μας στοιχεία.

Ο Εντγκάρ γεννήθηκε το 1803 και βρέθηκε στην Ελλάδα το 1829, βοηθός στο Αρχαιολογικό Τμήμα της “Expédition scientifique de Morée”,η οποία οργανώθηκε από το Institut de France κατόπιν εντολής του Καρόλου του Ι. Ήδη είχε φθάσει στην Ελλάδα το εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μαιζόν,με στόχο την σταδιακή αντικατάσταση των αποχωρουσών δυνάμεων του Ιμπραήμ, αλλά ουσιαστικά σε συμφωνία με τους Άγγλους, με απώτερο σκοπό τη μείωση της ενδεχόμενης ρωσικής επιρροής στα ελληνικά δρώμενα….Η γνωστή, διαχρονική ιστορία.

Το  Οδοιπορικό του Κινέ « Η Ελλάδα του 1830 και οι Σχέσεις της με την Αρχαιότητα),» εκδόθηκε το 1830 στο Παρίσι και ανατυπώθηκε το 1857.

Ο πενηντατετράχρονος πια Κινέ, μετά την εμπειρία της εξέγερσης του 1848 και του σχετικού κόστους που επωμίσθηκε, γράφει στον πρόλογο της έκδοσης του 1857 αναφερόμενος στους έλληνες:… « Ανατρέχοντας και πάλι στα γεγονότα θα ομολογήσεις ότι ποτέ κανένας λαός δεν είχε φτάσει τόσο κοντά στο θάνατο. Γιατί απαιτούμε απ’ αυτόν τον πληγωμένο τη δύναμη που εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε; Ζει. Κι αυτό ήταν λογικά ανέλπιστο.

Αλλά η Ελλάδα, λένε, γιατί δεν έφτασε στα ποθητά αποτελέσματα που περίμενε κανείς από τις επαναστάσεις της; Μόλις όρθωσε το ανάστημά της, να την που σωριάζεται και πάλι. Ατονεί, αδρανεί.

Ποιος το λέει αυτό; Εμάς θα θέλαμε να μας κατακρίνουν με τέτοια λόγια; Για πέστε μου ένα έθνος της Ευρώπης που δεν είχε τις πτώσεις του; Και ποιο απ’ αυτά είναι αναμάρτητο για να ρίξει τον λίθο στην Ελλάδα; Η Ευρώπη ,που κατηγορεί τον Ελληνικό λαό, του έχει ξεπληρώσει όλα όσα του όφειλε; Του παραστάθηκε μόνο την τελευταία στιγμή. Από τότε όμως τι έχει κάνει;[2]»……

Θα έλεγε κανείς πως μιλάμε για το παρόν. Μνήμη Εντγκάρ Κινέ, λοιπόν, που μια όμορφη άνοιξη σαν αυτή περπάτησε το Μοριά χαρίζοντάς μας τις ωραιότερες ίσως περιγραφές της ελληνικήςφύσης και ένα από  τα αριστοτεχνικότερα ψυχογραφήματα  των πληγωμένων, επαναστατημένων Ελλήνων.

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?





[1] Σενέκας, «Ηρακλής Μαινόμενος, Πράξη 5η, στ.1138: "Ποιός είναι αυτός ο τόπος,ποιό βασίλειο,ποιά του κόσμου ακτή;"


[2]  Εντγκάρ Κινέ,«Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την Αρχαιότητα».εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΗ(ΑΦΟΙ ΤΟΛΙΔΗ), μτφ.Λίλα Γκινάκα Αθήνα 1988

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

The soul selects her own society


















The soul selects her own society,
Then shuts the door;
On her divine majority
Obtrude no more.


Unmoved, she notes the chariot's pausing
At her low gate;
Unmoved, an emperor is kneeling
Upon her mat.


I've known her from an ample nation
Choose one;
Then close the valves of her attention
Like stone.


[Emily Dickinson (1830-1886)]