Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Για το φίλο και δάσκαλό μου Ανδρέα Μπελεζίνη


                                                        
Η Αρόη*, τα Εξάρχεια και το Πήλιο:
Όταν  ο Γρηγόριος Μαρασλής  «συνάντησε» τον Ιωάννη Κωλέττη:

 
                                                Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
Η Αγρύπνια της Αφροδίτης  
                                                                 Από το παράθυρο φαινόταν η οδός Μαρασλή. Όμως τα παράθυρα ήταν σχετικά ψηλά -έτσι δεν μπορούσες να δεις έξω παρά αν σηκωνόσουν από το θρανίο-, άσε που αυτή τη χρονιά το κυριότερο παράθυρο της αίθουσας βρισκόταν πίσω της και δεν μπορούσε να γυρίσει…
                                                           Τ.Μ.Σ. Down you Masters of War!, 21.04.2010
          Για το δάσκαλο και φίλο μου Ανδρέα Μπελεζίνη  (28.10.1929-19.01.2011)
      Βρέχει από το πρωί και κοιτάζω στα κλεφτά την οδό Μαρασλή. Φέτος το παράθυρο είναι πίσω μου. Η βροχή παίζει μιαν αόριστη μουσική στο παράθυρο. Αυτός ο ήχος είναι η μόνη μου παρηγοριά: η φιλόλογος αγορεύει πάλι στην έδρα. Words, words, words. Στο πλαϊνό θρανίο η  Χαρίκλεια σχεδιάζει ανθρωπάκια στο τετράδιο της γεωμετρίας. Θα περάσει όμως η ώρα, venceremos, θα περάσει… .θα πάμε περπατώντας ως τα Εξάρχεια, κοντά είναι, και εκεί στην Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής  θα χωριστούμε, εγώ θα πάω προς στην Κωλέττη…και στον ήλιο του απογεύματος.
«Τη Στέλλα, την Ελληνίδα εβραία φίλη μας τη θυμάμαι συχνά: τα «χριστουγεννιάτικα» καστανά της μάτια και το λευκό της χέρι σημαδεμένο βάρβαρα με τη σφραγίδa του Άουσβιτς… Έλεγε πάντα ότι οι λέξεις είναι ζωντανές: μπορούν να απογειώνονται, να προσγειώνονται και να αρμενίζουν στο πέλαγος. ..»
Ο  Ανδρέας Μπελεζίνης  επετέλεσε θεάρεστο έργο και  συνέχισε το έργο της Στέλλας. Του οφείλω σχεδόν τα πάντα. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην ακρογιαλιά όπου μου έδειξε τη θάλασσα: «Αυτό είναι το καραβάκι σου» μου επαναλάμβανε και μου έδειχνε τα κύματα. «Εσύ μεγάλωσες στο Πήλιο. Το βουνό κατεβαίνει ως τη θάλασσα: το κυματάκι σκάει απαλά στα βότσαλα. Εκεί στα βαθειά νερά βρίσκεται…» σταματούσε και μου χαμογελούσε σιωπηλά. Βλέπεις, Νίκο, ο στόμφος του ήταν μόνο μια τεχνική.
Δεν τον ρώτησα ποτέ τι βρίσκεται στα βαθιά, ούτε στα ρηχά. Ήξερα καλά- γιατί με είχε διδάξει- τι σημαίνει το «όλον». Από 16 χρονών το έμαθα. Το «όλον» δεν ήταν αυτά που μας δίδασκε. Δεν ήταν ο Σολωμός , ο Ευριπίδης , ο Αισχύλος, δεν ήταν ο Έζρα, δεν ήταν ο Εμπειρίκος, δεν ήταν ο Μπρετόν. Το «όλον» ήταν η ζωή, οι στιγμές, οι ανθρώπινες φλέβες, ο παλμός που είχαν διαποτίσει αυτή τη γνώση. Η Ελλάδα και ο ελληνικός Καβάφης που χαμογελά στο Καφενείο και παραδίδεται παλλόμενος στη «φθορά».  Η βουβή απελπισία και τα δάκρυα της λύτρωσης μετά την ηδονή. Το «όλον» ήταν ότι ο Ανδρέας ήταν αυτό, αυτά που δίδασκε.  Η επιγραμματικότητα του. Η αντιπάθειά του προς τις συμβατικότητες. Η λαχτάρα του για το «νέον». Ήταν η αγάπη του για την Πανέμορφη Κατερίνα, την Υπέροχη Άννα. Ήταν η αγωνία του αν είναι καλός Πατέρας. Ήταν ο βουβός θυμός του για τη μιζέρια των διανοουμένων. Για τη γλώσσα και το δράμα του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Που η πατρίδα μας ζει σε επανάληψη ανά τους αιώνες. Η αγωνία του για τη γλώσσα και τη χώρα. Ήταν τα βουβά δάκρυά του για την νεαρή Αλίκη Τσουκαλά, οι ώρες του στα Προσφυγικά του Ιλισού μετά την εκτέλεσή της , πριν τα σπιτάκια τα καλύψoυν το Hilton και η Εθνική Πινακοθήκη.  Δεν χαθήκαμε ποτέ. Συνυπήρχαμε εν σιγή και εν ομιλία, όπως οι παλαιοί διδάσκαλοι με τους μαθητές τους  Αξιωθήκαμε μια τέτοια πόλη. Περπατήσαμε στους δρόμους της, σκοντάψαμε, πέσαμε. Λαμπύρισαν οι κόκκοι της σκόνης του δρόμου στα ρούχα μας και σηκωθήκαμε γελώντας σε  «μιαν αίθουσα διδασκαλίας» για να παραφράσω τον Β. Βασιλικό, «που μπορεί να γίνει μεγάλη σαν τον κόσμο ή μικρή σαν μια παλάμη». Χορέψαμε ως το πρωί μαζί με τον Πέτρο, την Έπη, την Εύα, την Ελένη. Ξενυχτήσαμε στου Κιτσίνη στην Καισαριανή μαζί με την κεχαριτωμένη Κατερίνα, μεθύσαμε και μετά κατηφορίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην Ομόνοια, δροσεροί σαν νεογέννητα βρέφη.
Πώς δίδασκε ο Ανδρέας; Τι γινόταν… Τι γινόταν!
Το κηπάκι του Ευαγγελισμού κατέβαινε τότε στην Κωλέττη. To what might have been γινόταν has been. Οι βιολέτες και οι πικροδάφνες της Μαρασλή σκαρφάλωναν στα σκαλάκια του φροντιστηρίου της Κωλέττη, έμπλεκαν στα υποδήματα του Ντηλ που συνέλεγε με αγάπη και υπομονή τα Fragmenta Presocratica. Ο Κάρολος σήκωνε έκθαμβος το κεφάλι κοιτώντας την Αφροδίτη-Σιμονέτα που γεννιόταν στην Κύπρο και ανάσαινε το κόκκινο γαρύφαλλο του Νίκου Μπελογιάνη. Η Έμη του Τσίρκα αναστέναζε. Στην Ιερουσαλήμ. Ατένιζε σιωπηλά τα Θεωνύμια του Μάριου Σπηλιόπουλου, του Συμεών και του Θεόδωρου Λάσκαρι. Από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου μας χαμογελούσαν γλυκά ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού και η Τερέζα της Άβιλα. Μετά νύχτωνε και ο Έζρα  διόρθωνε τον Θωμά Έλιοτ και ο Ελυάρ χαμογελούσε στον Κατσίμπαλη που μαζί με τον Μίλερ και τον Ντάρρελ έπιναν το ουζάκι τους στο καφενείο της γωνίας : ήταν βιαστικοί, μαζί με τον Ανδρέα Μπελεζίνη είχαν να  περάσουν πρώτα από του Ψυρρή, να πάρουν από του Μάνθου το κρασάκι, να συναντήσουν τον Παπαδιαμάντη και τον Μπάιρον αγκαλιά με την Τερέζα Μακρή, τη Φραγκίσκα Φραίζερ και το Διονύσιο, τον Νίκο Φωκά και το Σωκράτη Σκαρτσή, την Ιουστίνη και τη Μελίσσα, πριν να ανηφορίσουν όλοι μαζί  στην Ακρόπολη για να ακούσουν τα κοκόρια της Αττικής  σιγοπίνοντας νωχελικά τον οίνο τους και να ψάλουν με τον Εμπειρίκο, την Αλόη και την Αγγελική το αιώνιο άσμα:  Cras amet  qui Numquam Amavit  ή Ο Αγρός της Ηδονής μας, αγαπημένη μου, δεν εφευρέθη ακόμη…
                           Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
                                                [ «Μανδραγόρας» Περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, τεύχος 44, Φεβρουάριος 2011]
*Αρόη , προάστιο της Πάτρας όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Ανδρέας Μπελεζίνης
                  [1] Per Vigilium Veneris (  Αγρύπνια της Αφροδίτης)
Cras Amet qui numquam amavit
Quique amavit cras amet
«Aύριο ας αγαπήσει όποιος δεν ποτέ του δεν αγάπησε,
 κι όποιος αγάπησε, αύριο ας αγαπήσει,
Άνοιξη νέα ζωή, Άνοιξη αρμονική, ο κύκλος ξαναρχίζει
Aληθινά  ενώνονται οι εραστές, αληθινά νυμφεύονται τ’ αντίθετα
και το άλσος ανοίγει το φύλλωμά του με τις γόνιμες βροχές”

Pervigilium Veneris (Αγρυπνία της Αφροδίτης)
Ανώνυμος Λατίνος ποιητής ( 4ος αι.).
Βλέπε και Γ Σεφέρη, «Κίχλη» : Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως
 Σημείωση της αρθρογράφου: Όλα τα  μη "επώνυμα"πρόσωπα του κειμένου τα οποία αναφέρονται με τα μικρά τους ονόματα είναι πρόσωπα πραγματικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου