Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

οι κόκκοι της σκόνης

Οι Κόκκοι της Σκόνης
Οι κόκκοι της σκόνης
της Τιτίκας Μαρίας Σαράτση
 Κρατούσε στο χέρι της το παλιό τετράδιο με τις σημειώσεις του Γ. κι αναρωτιόταν αν πραγματικά άξιζε να περιμένει να δει τις τελευταίες ειδήσεις όπως τις μετέδιδαν τα διεθνή δορυφορικά κανάλια και να τα συγκρίνει με τα ελληνικά δελτία. Έτσι κι αλλιώς άλλα λένε και άλλα εννοούν και άλλα πράττουν –σκέφθηκε και ξαφνικά την κατέλαβε μια διάθεση να ξεσπάσει σε ένα λυτρωτικό γέλιο, μα τι φαρσοκωμωδία, τι ψέμα– και πώς καταληφθήκαμε έτσι εξ απήνης συνολικά, κάτι σαν την «Τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά, ω κωμειδύλλιον, κωμειδύλλιον, χωρίς τη μελωδία και το πνεύμα, ω επιδοτήσεις ανυπάρκτων offshore εταιρειών και ένοχες σιωπές, ω τερατώδη δημόσιε τομέα της ρεμούλας, ω άτυχε απόφοιτε «πληβείε» δημοσιογράφε παντός καιρού με το μπλοκάκι, και ξαφνικά η χώρα σου ανακαλύπτει μαζί με τους διεθνείς φωστήρες  ότι εσύ είσαι το πρόβλημα και ο μέσος υπάλληλος με τα φροντιστήρια των παιδιών της δωρεάν παιδείας που όλο αναβαθμίζεται και όλο ίδια μένει, και κάτω οι μισθοί και κατά τα άλλα ο εκπαιδευτικός οφείλει να αφιερώνεται απερίσπαστος στην διαπαιδαγώγηση των τέκνων μας –και άντε να εξηγήσεις στην γριούλα της γωνίας που σε ρωτάει εναγωνίως γιατί δεν επιστρέφουμε στη δραχμή και δε θα γίνεις έλληνας ποτέ αλβανέ αλβανέ εν πλήρει δόξη στην παρέλαση του «άλλου σηκωμού», και αποφασίζεις επιτέλους να δεις τι λένε τα ξένα δορυφορικά και εδώ είναι που τρελαίνεσαι όλοι έχουν νικήσει και όλοι έχουν κάνει ένα βήμα πίσω και ο Σαρκοζί και η Μέρκελ και  Τρισέ που μας έσωσε και Greece, Greece and Greece πρώτο τραπέζι πίστα στα δορυφορικά και ένα έθνος ολόκληρο να παρακολουθεί εμβρόντητο το θρίλερ και τα σχόλια για το «παρασκήνιο» και δώστου παρασκήνιο και λέξη για το προσκήνιο…και μέσα στο γέλιο της θυμήθηκε ένα Σάββατο  στην Καρδίτσα,όταν ήταν μικρό κοριτσάκι με το καλαθάκι του "Λαζάρου"  και το άρωμα της πασχαλιάς και την τρυφερότητα της μολόχας  και αποφάσισε να κλείσει τον ήχο στην τηλεόραση, να αφήσει μόνο την εικόνα και να ανοίξει το παλιό τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο που έφερε ακόμη το άρωμα της Β, "Sortilege" σε μια τυχαία σελίδα,  έτσι κι αλλιώς όλες του οι σελίδες είναι μαγικές, σκέφθηκε και άρχισε να διαβάσει σιγανά:
                                   


»1958
«Μεσημέρι. Ο  δρόμος, παρόλο που είχε πρόσφατα ασφαλτοστρωθεί, με τον καλοκαιρινό λίβα σήκωνε σκόνη, μια σκόνη περίεργη, διέκρινες λες τους κόκκους της σαν μικρά πετραδάκια που έμπαιναν στα μάτια και σε τύφλωναν.  Η Β. έκλεισε βιαστικά την πράσινη βαριά σιδερένια πόρτα, κοίταξε δεξιά και αριστερά και πήρε γρήγορα το δρόμο για την πλατεία. Λίγο πριν φτάσει σταμάτησε στο μανάβικο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού.
Λαχανιασμένη, ακούμπησε στον τοίχο. Το σάλι που είχε ρίξει βιαστικά πάνω της γλίστρησε και αποκάλυψε τη μαύρη της οργάνζα που κομψή και ατσαλάκωτη ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα καφάσια και το πριονίδι στο πάτωμα. Πλάι της ένας σωρός δαμάσκηνα λες και την κοίταζε με κείνο το αμείλικτο-μωβ βιολετί του ώριμου καρπού που σφύζει από ζωή και που ο χυμός του σχεδόν σκάει τη φλούδα του φρούτου. Ξαφνικά μια λάμψη, η ίδια λάμψη φώτισε το σκοτεινό βάθος του μαγαζιού αλλά και το μυαλό της, «Γιάννη», φώναξε, «φέρε το φάκελο, πρέπει να φύγω». Ο Γιάννης, ο «μανάβης» την κοίταξε απορημένος. Γιατί μιλούσε δυνατά; Πάντα η συνομιλία γινόταν ψιθυριστά. Αλλά η Β. λες και έλαμπε σήμερα, η σκόνη που είχε καθίσει πάνω στο σάλι της άστραφτε και κείνη και καθώς έκρυψε την καφετιά σακούλα με τα «οπωρικά-λαχανικά» που μέσα είχε την Επιθεώρηση Τέχνης δεν μπορούσε να την αγοράσει πουθενά και κάποιος από το κόμμα την έστελνε στον Γιάννη από την Αθήνα σε λίγα αντίτυπα κάτω από το σάλι της αγκάλιασε βουρκωμένη το Γιάννη, τον έσφιξε δυνατά, «αντίο και  σ’ ευχαριστώ, σύντροφε» του ψιθύρισε στ’ αυτί και τα χείλη της ακούμπησαν για ένα δευτερόλεπτο τον κρόταφό του. «Μα μείνε,  έχω να σου πω νέα, λένε για αμνηστία…» ψέλλισε ο Γιάννης που τα χείλη της στον κρόταφό του τον έκαιγαν ήδη. Η Β. χαμογέλασε: «Μη σε παραπλανούν οι εκλογές και πρόσεχε. Φεύγω, τώρα, μόλις προχθές με κάλεσαν πάλι στην ασφάλεια. ‘Γνωρίζουμε ότι δεν έχετε συνετισθεί, κυρία Β.,  σας παρακολουθούμε και εσάς και το σπίτι σας, ας έχετε χάρη που η οικογένειά σας και ο σύζυγος σας, αν και ομοϊδεάτης σας, χαίρουν γενικότερης εκτιμήσεως της κοινωνίας’, μου είπε ο ηλίθιος ο ασφαλίτης»,ψιθύρισε η Β, «είχαμε κόσμο χθες βράδυ σπίτι, και έναν Βουλευτή της ΕΔΑ και μάλλον για συλλήψεις και σκοτεινές δυνάμεις  λέγανε παρά για αμνηστία» πρόσθεσε  και έφυγε βιαστικά όπως ήρθε. Τα μάτια της έκαιγαν...

Έκλεισε το τετράδιο και έγυρε πίσω το κεφάλι της.Τα μάτια της ήδη τα θάμπωναν τα δάκρυα.Είχε πέσει πια το σούρουπο και οι σκιές του Γ και της Β χόρευαν στο ταβάνι. 
Έκλεισα εντελώς την τηλεόραση και τους καληνύχτισα γλυκά.
                                                                                      
 [αφιερώνεται στη μητέρα μου Ειρήνη Σαράτση]

                                          

[Μανδραγόρας τευχος 44 , 2011]


Tεύχος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1962)
1Όπως είναι γνωστό, μετά τον εμφύλιο, λόγω  του «Πιστοποιητικού Κοινωνικών Φρονημάτων» πολλοί αγωνιστές της αριστεράς  στράφηκαν προς «λαϊκότερα» επαγγέλματα αφού δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα πραγματικά τους. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν κρατικό έγγραφο το οποίο εκδιδόταν από μία αρμόδια αρχή (Στρατός, Ασφάλεια) που βεβαίωνε ότι κάποιος πολίτης δεν ήταν κομμουνιστής, ούτε «συμπαθών». Μέσω των Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων αποκλείστηκαν από ολόκληρο το δημόσιο τομέα και από μεγάλο μέρος του ιδιωτικού (π.χ την εκπαίδευση), όχι μόνον όσοι είχαν χαρακτηριστεί από τις αρχές ως κομμουνιστές, οι ίδιοι ή μέλη της ευρύτερης οικογενείας τους, αλλά και όσοι εμφορούνταν από φιλελεύθερες ιδέες. Ο Γ. ήταν φιλόλογος.
2Στις βουλευτικές εκλογές της 11ης Μαϊου 1958, η ΕΔΑ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα με ποσοστό 24.42% και 79 έδρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου